Γράφει η Άσπα Κατσίκη*
Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου δεν υπάρχει κάποιος ξεκάθαρος ορισμός σχετικά με το τι συνιστά «επέμβαση μετά από πρόσκληση». Το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου, το 2011, μέσω ενός Ψηφίσματός αποτύπωσε τον ορισμό της έννοιας ως την «άμεση στρατιωτική βοήθεια, με αποστολή ένοπλων δυνάμεων από ένα κράτος σε ένα άλλο, κατόπιν δικού του αιτήματος, ο σκοπός της οποίας είναι να βοηθήσει το κράτος στη σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στο έδαφός του κατά των μη κρατικών δρώντων».
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται αφορά το ποιος έχει το δικαίωμα να προσκαλέσει ένα τρίτο κράτος να επέμβει. Η απάντηση, καταρχήν, είναι εύκολη. Δικαίωμα να «προσκαλέσει» ένα τρίτο κράτος, έχει η κυβέρνηση του εκάστοτε κράτους, μάλιστα δε αυτή της η πράξη συνιστά την ύψιστη εκδήλωση της κρατικής κυριαρχίας της. Ωστόσο, ζητήματα εγείρονται ως προς το status της εκάστοτε κυβέρνησης και τα κριτήρια που αυτή οφείλει να πληροί, ώστε να δικαιούται να αιτηθεί την επέμβαση ενός άλλου κράτους.
Η επικρατέστερη θεωρία είναι αυτή του «αποτελεσματικού ελέγχου» (effective control test) επί του εδάφους του κράτους που πρέπει να ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν ενδιαφέρει το πώς απέκτησε η εκάστοτε κυβέρνηση την εξουσία αρκεί να ασκεί τον έλεγχο του εδάφους. Έχει υποστηριχθεί ότι κυβερνήσεις που έχουν χάσει τον έλεγχο ενός μέρους του εδάφους δεν έχουν δικαίωμα να απευθύνουν πρόσκληση σε ένα τρίτο κράτος δεδομένου πως δεν ασκούν πλέον αποτελεσματικό έλεγχο επί αυτού του εδάφους και των προσώπων του κράτους.
Ωστόσο, στην περίπτωση που η κυβέρνηση έχει χάσει μεν ένα μέρος του ελέγχου, αλλά εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους τότε, αυτός ο έλεγχος αρκεί για να ικανοποιηθεί το κριτήριο του αποτελεσματικού ελέγχου και κατ’ επέκταση να νομιμοποιηθεί η κυβέρνηση να απευθύνει πρόσκληση σε οποιοδήποτε τρίτο κράτος. Κατά τον Lauterpacht «εφόσον η επανάσταση δεν έχει αποδώσει πλήρως, και η νόμιμη κυβέρνηση, αν και έχει επηρεαστεί αρνητικά, παραμένει εντός της εθνικής επικράτειας και επιβεβαιώνει την εξουσία της, θεωρείται ότι εκπροσωπεί το κράτος ως σύνολο».
Ένα ακόμα ζήτημα που εγείρεται αφορά τις περιπτώσεις εμφυλίων πολέμων. Η διεθνής κοινότητα υποστηρίζει ένθερμα την άποψη πως κατά την περίοδο ενός εμφυλίου, η επέμβαση μίας τρίτης χώρας, ακόμα και μετά από πρόσκληση της νόμιμης κυβέρνησης, απαγορεύεται, καθώς ο εμφύλιος είναι ένα ζήτημα καθαρά εσωτερικού δικαίου. Η άποψη περί μη δικαιώματος επέμβασης κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου, πηγάζει από το γεγονός πως δεν είναι λίγοι εκείνοι που ταυτίζουν τον αγώνα για την ανεξαρτησία και την απελευθέρωση με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως αυτό κατοχυρώθηκε με το περίφημο dictum στην υπόθεση της Νικαράγουα και το οποίο συνίσταται στο δικαίωμα κάθε λαού «να επιλέγει ελεύθερα το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό του σύστημα χωρίς εξωτερική επέμβαση».
Ωστόσο, στην περίφημη ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο κατέληξε πως η επέμβαση μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης σε περιπτώσεις εσωτερικών συγκρούσεων είναι επιτρεπτή και απαγορεύεται μόνο όταν αυτή γίνεται κατόπιν πρόσκλησης της αντίστασης. Η απόφαση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με προηγούμενο Ψήφισμα του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου, το οποίο προέβλεπε πως «τα τρίτα κράτη πρέπει να απέχουν από το να παρέχουν βοήθεια στα μέρη ενός εμφυλίου πολέμου που λαμβάνει χώρα στο έδαφος ενός άλλου κράτους».
Υπέρ της απόψεως πως η επέμβαση κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αυτοδιάθεσης, τάσσεται και ο δικαστής Bennouna καθώς και ο καθηγητής Nolte, ο οποίος επισημαίνει πως «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης παραβιάζεται αν τα ξένα στρατεύματα επεμβαίνουν ενάντια στην καθαρή και εκπεφρασμένη επιθυμία του λαού, και ιδίως αν επεμβαίνουν ενάντια στην καθαρή και κατανοητή λαϊκή εξέγερση».
Έστω και μία συνοπτική αποτίμηση της πρακτικής που ακολουθεί ο ΟΗΕ θα μας οδηγήσει στο ίδιο συμπέρασμα. Στο Ψήφισμα 2131 της Γ.Σ καταδικάστηκε «οποιαδήποτε επέμβαση ή ανάμειξη από τρίτα κράτη σε έναν εμφύλιο που λαμβάνει χώρα σε ένα τρίτο κράτος». Στο Ψήφισμα 2625 της Γ.Σ επιβεβαιώθηκε εκ νέου «το καθήκον κάθε κράτους να απέχει από την οργάνωση, την υποκίνηση, την υποβοήθηση ή τη συμμετοχή σε πράξεις εμφύλιων συγκρούσεων ή τρομοκρατικών ενεργειών σε άλλο κράτος».
Για να αρθεί το ανωτέρω αδιέξοδο στο οποίο οδηγούμαστε με την υιοθέτηση της άποψης περί απαγορεύσεως επέμβασης σε ένα τρίτο κράτος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου υπέρ οποιασδήποτε πλευράς, έχει υποστηριχθεί η άποψη πως η επέμβαση σε έναν εμφύλιο πόλεμο δεν συνιστά prima facie παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης του εκάστοτε λαού, αν το παρεμβαίνον κράτος δεν στοχεύει να λάβει μέρος στη διαφορά ώστε να παράσχει βοήθεια σε κάποιον από τους αντιμαχόμενους και να επηρεάσει την έκβαση του εμφυλίου. Όταν η Ρωσία επενέβη στη Συρία το 2015 επικαλέστηκε ως δικαιολογητική βάση της επέμβασής της τη ρητή πρόσκληση που της απήυθυνε η κυβέρνηση δια του Προέδρου της Assad, την οποία και αναγνώριζε ως το νόμιμο εκπρόσωπο του συριακού λαού.
Επειδή δε μαινόταν ήδη εμφύλιος πόλεμος, η Μόσχα ισχυρίστηκε πως η επέμβασή της δεν έγινε με σκοπό την περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης αλλά, αντιθέτως, παρουσίασε την επέμβασή της ως μία αντιτρομοκρατική επιχείρηση κατευθυνόμενη κατά του ISIS. Ακόμα και η ρωσική εκκλησία χαρακτήρισε αυτή την επέμβαση ως «Ιερό Πόλεμο» κατά του ISIS και της τρομοκρατίας εν γένει.
Εν κατακλείδι, η πρακτική και η opinio juris των κρατών έχουν αποδείξει πως τα περισσότερα κράτη που επενέβησαν σε ένα τρίτο έδαφος, μετά από πρόσκληση του τελευταίου, προσπάθησαν να πείσουν τη διεθνή κοινότητα πως η επέμβασή τους δεν έγινε με σκοπό την ενεργό συμμετοχή τους στον εμφύλιο. Έτσι, επικαλέστηκαν ως νομιμοποιητική βάση το δόγμα της «διάσωσης των υπηκόων στο εξωτερικό», τον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας» ή κατά του λαθρεμπορίου ναρκωτικών ακόμα και τη διατήρηση των ειρηνευτικών δυνάμεων.
Πηγές:
– Institut de Droit International (IDI) Resolution Session of Rhodes 2011, Tenth Commission, ‘Present Problems of the Use of Force in International Law—Sub-Group C—Military Assistance on Request’, Άρθρο 1(a) και 2(b), διαθέσιμο και http://www.idi-iil.org/app/uploads/2017/06/2011-_rhodes_10_C_en.pdf
– Allo ΑΚ, “Counter-intervention, invitation, both or neither? An appraisal of 2006 Ethiopian Military Intervention in Somalia” (2009) 3 Mizan Law Review 201
– De Wet E., “The Modern Practice of Intervention by Invitation in Africa and its Implications for the Prohibition of the Use of Force” (2016) 26 European JIL 979
– Zamani M, Nikouei M., “Intervention by Invitation, Collective Self-defense and the Enigma of Effective Control” (2017) 16 Chinese JIL 663
– Delany B., “Just Wars with Unjust Allies: Use of Force and Human Rights Considerations on the Russian Intervention in Syria” (2017) 26 Minnesota JIL 561
– Lauterpacht H., Recognition in International Law; Cambridge University Press, Cambridge 1947
– Shaw M., International Law; (6th ed) Cambridge University Press, Cambridge, 2008,
–Military and Paramilitary Activities in and against Nicaragua (Nicaragua v. US), Judgment of 27 June 1986, ICJ Rep. 1986
– IDI, The Principle of Non-Intervention in Civil Wars, Resolution, Session of Wiesbaden (1975), διαθέσιμο http://www.idi-iil.org/app/uploads/2017/06/1975_wies_03_en.pdf
– Bennouna M., “Le consentement à l’ingérence militaire dans les conflits internes” (1975) 27 Revue internationale de droit comparé 479
– Bannelier K., Christakis T., “Under the UN Security Council’s watchful eyes: military intervention by invitation in the Malian conflict” (2013) 26 Leiden JIL 855
– Declaration on the Inadmissibility of Intervention in the Domestic Affairs of States and Protection of Their Independence, G.A. Res. 2131, U.N. GAOR, 20th Session, Supp. No 14, 11, U.N. Doc A/6014 (1965)
– Declaration on Principles of International Law concerning Friendly Relations and Co-operation among States in accordance with the Charter of the United Nations, G.A. Res 2625, UN GAOR, 25th Session, Supp. No. 28, 121, U.N. Doc A/8082(1970)
*Δικηγόρος, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Διεθνών και Ευρωπαϊκών Νομικών Σπουδών (ΑΠΘ)