Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ: απομονωτισμός ή επεμβατισμός;

Γράφει ο Μάριος Ρούσσος

Η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) έχει μελετηθεί εδώ και καιρό, με αναλυτές να κάνουν διάκριση μεταξύ του απομονωτισμού και του επεμβατισμού, από την ανεξαρτησία της χώρας μέχρι και σήμερα.

Ιστορικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ταλαντεύονταν μεταξύ αυτών των δύο θέσεων ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Στα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου κράτους επικράτησε ο απομονωτισμός, με τις ΗΠΑ να αποφεύγουν την εμπλοκή τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Η θέση αυτή κατοχυρώθηκε στο Δόγμα Μονρόε, το οποίο προειδοποιούσε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να μην παρεμβαίνουν στις υποθέσεις του δυτικού ημισφαιρίου. Ωστόσο, η είσοδος των ΗΠΑ στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο σηματοδότησε ένα σημείο καμπής, καθώς η χώρα έγινε ένας σημαντικός «παίκτης» στην παγκόσμια σκηνή. Η εμπλοκή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εδραίωσε περαιτέρω τον ρόλο τους ως παγκόσμιας υπερδύναμης, οδηγώντας σε μια περίοδο παρεμβατισμού κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Την εποχή αυτή παρατηρήθηκε άμεση ιδεολογική αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και εμφάνιση πολέμων δι’ αντιπροσώπων. Η διάλυση τηςΕΣΣΔ το 1991 ήταν ένα γεγονός που άλλαξε τα δεδομένα. Οι προκλήσεις της σύγχρονης εποχής ακολουθούσαν την νέα παγκόσμια τάξη, όπου οι ΗΠΑ έπρεπε να εκσυγχρονίσουν την πολιτική τους για να αντιμετωπίσουν την τρομοκρατία, μετά και την 11η Σεπτεμβρίου. Τέλος, μετά την επιστροφή στον απομονωτισμό από την κυβέρνηση Τραμπ, η χώρα επιδιώκει να προωθήσει και πάλι μια πολυμερή ατζέντα στο πλαίσιο της ανάδυσης της κινεζικής υπερδύναμης. Σε αυτή την ανάλυση, θα διερευνήσουμε το ιστορικό πλαίσιο, τις βασικές αρχές των δύο προσεγγίσεων και τα αποτελέσματα τους στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Η ανεξαρτησία και ο απομονωτισμός

Εδώ και δεκαετίες, σύμφωνα με τον Bruce Jentleson (2013) τα τέσσερα βασικά στοιχεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ισχύς, η ειρήνη, οι αρχές και η ευημερία. Tα παραπάνω στοιχεία διαμορφώνουν τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες. Με γνώμονα αυτούς τους στόχους, οι Αμερικανοί πρόεδροι έπρεπε πάντα να ανταποκρίνονται σε αυτό το σχήμα προκειμένου να συντονίζουν τις σχέσεις τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι δεν υπήρξε μια γραμμική εξέλιξη μεταξύ αυτών των δύο πολιτικών, ενώ υπήρξαν στιγμές ρήξης με την εκάστοτε πολιτική.

Μετά την αμερικανική ανεξαρτησία το 1776, οι 13 πρώην αποικίες επέλεξαν μια απομονωτική ατζέντα. Οι βασικές αρχές τους ήταν η μη επέμβαση, η ουδετερότητα και η αυτοδυναμία. Εξάλλου, οι απομονωτιστές υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις άλλων εθνών και θα πρέπει -αντ’ αυτού- να επικεντρωθούν στα δικά τους προβλήματα. Πιστεύουν, επίσης, ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να διατηρούν μια θέση ουδετερότητας σε ξένες συγκρούσεις και να αποφεύγουν συμμαχίες και εμπλοκές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο. Τέλος, οι απομονωτιστές υποστηρίζουν την αυτοδυναμία, θεωρώντας ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να εξαρτώνται από ξένες χώρες για τις οικονομικές ή στρατιωτικές τους ανάγκες. Εκείνη την εποχή, το κράτος τους ήταν πολύ αδύναμο για νέες στρατιωτικές περιπέτειες. Η πολιτική του Τζορτζ Ουάσινγκτον ήταν να αποφεύγει τις εμπλοκές συμμαχιών και να παραμένει ουδέτερο στις συγκρούσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η συνεργασία του κράτους βασιζόταν στον πραγματισμό, όπως η αγορά της Λουιζιάνας από τους Γάλλους. Η αποχαιρετιστήρια ομιλία του Τζορτζ Ουάσινγκτον, του πρώτου προέδρου του έθνους (1789-97), μαρτυρά την ιδέα πίσω από τον αμερικανικό απομονωτισμό.

« Ο μεγάλος κανόνας συμπεριφοράς για εμάς, όσον αφορά τα ξένα έθνη, είναι, κατά την επέκταση των εμπορικών μας σχέσεων, να έχουμε μαζί τους όσο το δυνατόν λιγότερες πολιτικές σχέσεις. Στο βαθμό που έχουμε ήδη συνάψει δεσμεύσεις, ας τις εκπληρώσουμε με απόλυτη καλή πίστη. Ας σταματήσουμε εδώ. » (μετάφραση[1])

Συνεπώς, ο απομονωτισμός πρέπει να κατανοηθεί ως μια ρεαλιστική εκτίμηση της αμερικανικής ισχύος στο τέλος του 18ου αιώνα. Οι ΗΠΑ ήταν τότε μια σχετικά αδύναμη χώρα σε σύγκριση με τη Βρετανία και τη Γαλλία, και επιφυλακτική σε ξένες επιρροές. Ο Ουάσινγκτον δεν ήθελε η χώρα του να εμπλακεί στις συγκρούσεις των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αυτή η πολιτική είχε πολιτικό έρεισμα, δεδομένου ότι το νέο έθνος προστατευόταν από τον Ατλαντικό Ωκεανό.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι νεοσύστατες ΗΠΑ ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωτικές, με το Δόγμα Μονρόε (1823) να διακηρύσσει ότι η χώρα δεν θα ανεχόταν την ευρωπαϊκή παρέμβαση στο δυτικό ημισφαίριο. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ παρουσιάζονταν ως ο νόμιμος προστάτης της αμερικανικής ηπείρου. Έτσι, μπόρεσαν να απαλλαγούν από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν αποικίσει την περιφέρειά τους, κυρίως από την Ισπανία και τη Γαλλία, και να επεκταθούν προς τα δυτικά.

Οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι ως σημεία καμπής

Ωστόσο, αυτή η πολιτική άρχισε να αλλάζει στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς οι ΗΠΑ αναμείχθηκαν περισσότερο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Μετά από μια περίοδο επίσημης ουδετερότητας, ο Γούντροου Γουίλσον δήλωσε ότι «είναι αδιανόητο ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών να παίξει ρόλο σε αυτό το μεγάλο εγχείρημα», μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι η θέση του ήταν ανέφικτη λίγους μήνες αργότερα. Έτσι, οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917 και διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη νίκη. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο, επέστρεψαν στον απομονωτισμό, απορρίπτοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ενώ δεν δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην Κοινωνία των Εθνών. Η αμερικανική Γερουσία δεν επικύρωσε ποτέ τη συνθήκη, η οποία θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να ενταχθούν στην Κοινωνία των Εθνών. Τα παραδείγματα αυτά αποδεικνύουν την απροθυμία των αμερικανικών θεσμών και του αμερικανικού λαού να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας κοινότητας.

Αυτή η απομονωτική πολιτική συνεχίστηκε και σε μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1920 και του 1930, ακόμη και όταν φασιστικά καθεστώτα ανέβαιναν στην εξουσία, σε κράτη της Ευρώπης και της Ασίας. Μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, ο Ρούσβελτ (1933-1945) δέσμευσε δημοσίως τις ΗΠΑ στην ουδετερότητα, αν και επέτρεψε στο Κογκρέσο να πουλήσει όπλα στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η ουδετερότητα είχε βοηθήσει τις ΗΠΑ να αποφύγουν το κόστος και τους κινδύνους των εξωτερικών συγκρούσεων. Εστιάζοντας σε εσωτερικά ζητήματα, οι ΗΠΑ μπόρεσαν να ενισχύσουν την οικονομία και την κοινωνική συνοχή τους. Εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο μετά από την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το 1941, όπου επλήγη σημαντικό μέρος του στόλου τους. Οι ομιλίες του Φ. Ρούσβελτ εμφάνισαν εκείνη την περίοδο μια ριζική αλλαγή από την ουδετερότητα στην ενεργό συμμετοχή κατά του Άξονα. Ο Ρούσβελτ ακολούθησε μια πολιτική απομονωτισμού, αλλά τελικά στράφηκε προς τον παρεμβατισμό, υπό την πίεση της Ναζιστικής απειλής.

Ψυχρός πόλεμος και το σύνδρομο του Βιετνάμ

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε παγκόσμια υπερδύναμη και υιοθέτησαν μια πιο παρεμβατική εξωτερική πολιτική, επιδιώκοντας να περιορίσουν την εξάπλωση του κομμουνισμού και να προωθήσουν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλο τον κόσμο. Το Δόγμα Τρούμαν (1947) δέσμευε τις ΗΠΑ να υποστηρίξουν τις χώρες που απειλούνταν από τον κομμουνισμό, ενώ το Σχέδιο Μάρσαλ (1948-1952) παρείχε οικονομική βοήθεια για την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Με την παρακμή των ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι ΗΠΑ ήταν ελεύθερες να εμπλακούν ενεργά στις διεθνείς υποθέσεις, για να προωθήσουν τα συμφέροντα και τις αξίες τους.

Ωστόσο στην αμερικανική κοινωνία επικράτησε μια απομονωτική τάση, πιστεύοντας ότι η κυβέρνηση όφειλε να επικεντρωθεί σε εσωτερικά ζητήματα και στην εξομάλυνση της οικονομίας. Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης κυριάρχησε στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για μεγάλο μέρος του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Βασικοί όροι όπως η “ισορροπία του τρόμου” και η “αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή”, επινοήθηκαν ώστε να περιγράψουν την ειδική κατάσταση που επικρατούσε μεταξύ των δύο Μεγάλων Δυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, οι οποίες πολεμούσαν η μία την άλλη ιδεολογικά και δια αντιπροσώπων, αλλά όχι άμεσα, οδηγώντας σε παρεμβάσεις στην Κορέα, το Βιετνάμ και αλλού.

Το φιάσκο του Βιετνάμ απαξίωσε τη στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ και δεν σταμάτησε ουσιαστικά την «θεωρία των ντόμινο» του Αϊζενχάουερ στη Νότια Ασία. Ο πόλεμος του Βιετνάμ κατέληξε σε στρατιωτική νίκη, αλλά μεγάλη πολιτική ήττα για τις ΗΠΑ. Μετά την επανένωση του Βιετνάμ υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, τα γειτονικά κράτη ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Έτσι, ήταν μια ορθολογική απόφαση για τις επόμενες κυβερνήσεις, να είναι πιο προσεκτικές με πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η εναντίωση σε αυτόν είχαν βαθιές εσωτερικές επιπτώσεις, μία από τις οποίες ήταν να καταστήσουν αδύνατα τα κεϋνσιανά συστήματα αναδιανομής του πλούτου. Σε διεθνές επίπεδο οι ΗΠΑ υπέφεραν από αυτό που ονομάστηκε «σύνδρομο του Βιετνάμ», το οποίο έπαψε να τις στοιχειώνει μόνο κατά τη διάρκεια του δόγματος Ρήγκαν με το σύνθημα «Η Αμερική επέστρεψε».

Μια νέα παγκόσμια τάξη και η Τρομοκρατία

Κατά τη διάρκεια της μοναδικής του θητείας, ο Τζορτζ Μπους οδήγησε έναν συνασπισμό δυνάμεων του ΟΗΕ, στον λεγόμενο Πόλεμο του Κόλπου το 1991 και επινόησε την έκφραση ” νέα παγκόσμια τάξη”. Με άλλα λόγια, ο διπολικός κόσμος της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντικαταστάθηκε προοδευτικά από έναν μονοπολικό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν ως η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο και συνέχισαν να ακολουθούν μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, αυτή η νέα παγκόσμια τάξη που περιέγραψε ο Μπους είχε αναδυόμενες προκλήσεις για τη συλλογική ασφάλεια, την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση της δημοκρατίας.

Σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν υπήρχε συγκροτημένη άποψη σχετικά με τις απειλές για την Αμερική. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε τα κράτη-παρίες ως απειλή του και συνέλαβε την έννοια των προληπτικών πολέμων προκειμένου να περιορίσει τις δυνατότητες ενός νέου αναδυόμενου εχθρού. Αυτοί οι πόλεμοι περιλαμβάνουν τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, την εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Ωστόσο, οι επεμβάσεις αυτές ήταν αμφιλεγόμενες και προκάλεσαν συζητήσεις σχετικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο και τα όρια της στρατιωτικής τους ισχύος.

Επίσης, η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ένα τραγικό επεισόδιο που πραγματοποιήθηκε στο αμερικανικό έδαφος και το οποίο «αντιπροσωπεύει την καθοριστική στιγμή της σύγχρονης τρομοκρατίας ως υπερσύγχρονο ή μεταμοντέρνο φαινόμενο» (Αretoulakis, 2015). Συνεπώς, ο παρεμβατισμός θεωρήθηκε η μοναδική απάντηση στην τρομοκρατική απειλή. Οι επικριτές του παρεμβατισμού υποστηρίζουν ότι μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες, όπως η δημιουργία μεγαλύτερης αστάθειας και συγκρούσεων ή η δημιουργία αντιαμερικανικών αισθημάτων, όπως κι έγινε, στη Μέση Ανατολή. Επίσης είναι δαπανηρός, τόσο σε όρους πόρων όσο και σε όρους ανθρώπινων ζωών.

Η κυβέρνηση Ομπάμα προσπάθησε να βελτιώσει την αμαυρωμένη φήμη του έθνους στον μουσουλμανικό κόσμο και να βελτιώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα. Πλέον, οι ΗΠΑ έπρεπε «να ορίσουν εκ νέου το εθνικό τους συμφέρον υπό το φως της παγκοσμιοποίησης» (Fragkonikopoulos, 2015). Γενικά, ο Ομπάμα επικεντρώθηκε κυρίως σε εσωτερικά ζητήματα. Τα αμερικανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το Ιράκ, ενώ ο Μπιν Λάντεν, ο εγκέφαλος της 11ης Σεπτεμβρίου συνελήφθη και σκοτώθηκε.

Μετά από ένα άνοιγμα σε πολυμερείς δομές όπως ο ΠΟΕ, η NAFTA, από τον Κλίντον, τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μια αυξανόμενη τάση προς μια πιο απομονωτική εξωτερική πολιτική, ιδίως υπό την κυβέρνηση Τραμπ. Αυτό περιελάβανε την εστίαση στις πολιτικές «Πρώτα η Αμερική», την αποχώρηση από διεθνείς συμφωνίες όπως τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και τη πυρηνική συμφωνία για το Ιράν, καθώς και τη μείωση της χρηματοδότησης σε διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ). Οι επικριτές του απομονωτισμού υποστηρίζουν ότι αποχωρώντας από τις διεθνείς υποθέσεις, οι ΗΠΑ παραχωρούν την ηγεσία και τη δύναμη λήψης αποφάσεων σε άλλες χώρες. Το μέλλον της θέσης των ΗΠΑ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις αποφάσεις των κυβερνήσεων για τη θέση της χώρας στον κόσμο. Ένα ερώτημα, λοιπόν, που γεννάται είναι πως οι αποφάσεις της παρούσας κυβέρνησης θα διαμορφώσουν το μέλλον.

Συμπεράσματα

Εν κατακλείδι, η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο έχει διαμορφωθεί από τις επιλογές της εξωτερικής τους πολιτικής, με περιόδους απομονωτισμού και παρεμβατισμού να συμβάλλουν αμφότερες στην παγκόσμια θέση τους. Στα πρώτα χρόνια της χώρας, ακολουθήθηκε μια πολιτική απομονωτισμού, αποφεύγοντας να εμπλακούν σε συμμαχίες και εστιάζοντας στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Η πολιτική αυτή άλλαξε κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ συνέχισε να είναι ένα μείγμα απομονωτισμού και παρεμβατισμού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται επίσης από μια σειρά μη κυβερνητικών ή μη κρατικών φορέων, όπως τα λόμπι. Αναμφίβολα, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αποτελούν κεντρικό παράγοντα στις διεθνείς υποθέσεις, αλλά ο ρόλος και η προσέγγισή τους στην εξωτερική πολιτική παραμένουν αντικείμενο συνεχούς συζήτησης.

[1] “The great rule of conduct for us in regard to foreign nations is, in extending our commercial relations, to have with them as little political connection as possible. So far as we have already formed engagements, let them be fulfilled with perfect good faith. Here let us stop” US GOVERMENT PRINTING OFFICE, (2000) WASHINGTON’S FAREWELL ADDRESS TO THE PEOPLE OF THE UNITED STATES 106TH CONGRESS 2ND SESSION, SENATE DOCUMENT NO. 106–21, WASHINGTON. Διαθέσιμο σε: https://www.govinfo.gov/content/pkg/GPO-CDOC-106sdoc21/pdf/GPO-CDOC-106sdoc21.pdf

Βιβλιογραφία
Aretoulakis, E. (2015). The Twenty-First Century: Religious Terrorism, Politics, Image and the Brutality of the Spectacular [Chapter]. In Aretoulakis, E. 2015. Terrorism and Literariness [Undergraduate textbook]. Kallipos, Open Academic Editions. Διαθέσιμο σε: https://hdl.handle.net/11419/5124

Fragkonikolopoulos, C., & Proedrou, F. (2015). Παγκόσμια πολιτική – δρώντες, δομές & διαδικασίες [Undergraduate textbook]. Kallipos, Open Academic Editions. Διαθέσιμο σε: https://hdl.handle.net/11419/4044

Jentleson, Bruce W., 1951-. (2004). American foreign policy : the dynamics of choice in the 21st century. New York :Norton,

Pauly, R. (2010). The Ashgate research companion to US foreign policy (Ashgate research companion). Farnham Burlington, Vt: Ashgate.

Us Government Printing Office, (2000) Washington’s Farewell Address To The People Of The United States 106th Congress 2nd Session, Senate Document No. 106–21, Washington. Διαθέσιμο σε: <https://www.govinfo.gov/content/pkg/GPO-CDOC-106sdoc21/pdf/GPO-CDOC-106sdoc21.pdf>

Πηγή εικόνας: Image by Gerd Altmann from Pixabay