Γράφει η Κωνσταντίνα Μικρουδάκη
Η κλιματική αλλαγή και η τρομοκρατία είναι δύο βασικές απειλές για τη διεθνή ασφάλεια στην εποχή μας. Οι «αόρατοι» αυτοί εχθροί, λόγω της περίπλοκης φύσης τους, είναι δύσκολο να προσεγγιστούν και να καταπολεμηθούν οριστικά. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στη βιβλιογραφία η άποψη ότι τα δύο αυτά ζητήματα είναι πιθανό να σχετίζονται μεταξύ τους. Μάλιστα, έχει διατυπωθεί ότι η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της στο περιβάλλον και την ανθρωπότητα αποτελούν παράγοντα που καλλιεργεί τις βίαιες συγκρούσεις και την τρομοκρατία. Ωστόσο, καθώς τα δύο ζητήματα είναι σχετικά σύγχρονα και ομιχλώδη, η σύνδεση ή μη της κλιματικής αλλαγής με την τρομοκρατία αλλά και η φύση της μεταξύ τους σχέσης έχουν αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης.
Η ΑΣΦΑΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί άνοδος των ένοπλων εξεγέρσεων και της τρομοκρατίας σε περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής που πλήττονται από περιβαλλοντικά προβλήματα. Ήδη από τη δεκαετία του 2000, οι αναφορές στο κλίμα στη διεθνή βιβλιογραφία πληθαίνουν, ιδιαίτερα όσον αφορά στη διάδρασή του με ορισμένα ζητήματα ασφάλειας, όπως η σπανιότητα των πόρων, οι φυσικές καταστροφές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι ασθένειες και οι πανδημίες, η μετανάστευση και η τρομοκρατία. Συνεπώς, η σχέση κλίματος-ασφάλειας έχει απασχολήσει τους διεθνείς φορείς χάραξης πολιτικής.
Το γεγονός ότι η επιστήμη στράφηκε στην εξερεύνηση της σχέσης αυτής αποδεικνύει ότι η έννοια της ασφάλειας έχει εξελιχθεί. Πλέον περιλαμβάνει ένα διευρυμένο φάσμα ζητημάτων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται η κλιματική αλλαγή, οι πανδημίες, η επισιτιστική ασφάλεια και άλλες αναδυόμενες απειλές.
Η ασφαλειοποίηση της κλιματικής αλλαγής έχει κάποια θετικά στοιχεία. Αρχικά, την έχει αναγάγει σε διεθνές ζήτημα ασφάλειας, γεγονός που ενθαρρύνει τη συλλογική δράση για την αντιμετώπισή της. Επίσης, η συγκεκριμενοποίηση δύο τόσο ευρέων ζητημάτων όπως της τρομοκρατίας και της κλιματικής αλλαγής επιτρέπει την οργάνωση εστιασμένων δράσεων και μέτρων προσαρμογής και ανθεκτικότητας (“resilience”).
Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες συνέπειες. Κατ’ αρχάς, η ασφαλειοποίηση μπορεί να δημιουργήσει στρεβλά κίνητρα που θα οδηγήσουν σε εσφαλμένα μέτρα προσαρμογής. Τα μέτρα αυτά μπορεί να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κρατών της δύσης και όχι αυτών στις οποίες εφαρμόζονται και πλήττονται πολύ περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι χώρες αυτές, μάλιστα, έχουν σχεδόν μηδενικό αποτύπωμα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σε αντίθεση με τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες που για χάρη της ανάπτυξης έχουν υποβαθμίσει σημαντικά το περιβάλλον. Ένα παράδειγμα αποτυχημένης προσαρμογής θα μπορούσε να είναι η ενίσχυση του στρατού, που συνδέεται παραδοσιακά με την ασφάλεια, αντί για ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής. Επιπλέον, εμπόδιο αποτελεί το γεγονός ότι ορισμένα ισχυρά κράτη απορρίπτουν την κλιματική αλλαγή ως απειλή για την ασφάλειά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump είχε αμφισβητήσει πολλές φορές ακόμη και την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς, όταν μια πολύ ισχυρή οικονομία και ταυτόχρονα ένας από τους μεγαλύτερους ρυπαντές δεν λαμβάνει δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος, λόγω της αλληλεξάρτησης των δρώντων του διεθνούς συστήματος καθίσταται πολύ δύσκολη η αντιμετώπισή του.
Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ;
Μια άποψη την οποία ασπάζονται οι περισσότεροι φορείς χάραξης πολιτικής είναι ότι η άνοδος της τρομοκρατίας σχετίζεται με την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Σε μία έκθεση του 2014 (“UN convention to combat desertification”/ «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την ερημοποίηση» ), ο ΟΗΕ συμπεραίνει ότι τρομοκρατία συχνά εμφανίζεται σε χώρες με έντονη ερημοποίηση.
Στη βιβλιογραφία συναντάμε κυρίως δύο είδη σύνδεσης κλίματος-τρομοκρατίας. Αφενός, διακρίνεται μια γραμμική, μονόδρομη και έμμεση σχέση, στην οποία η πρώτη λειτουργεί ως «πολλαπλασιαστής απειλών» (“threat/risk multiplier”) για τη δεύτερη. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει την ήδη υπάρχουσα τρωτότητα της κοινωνίας, της οικονομίας και της διακυβέρνησης. Παράγοντες όπως η φτώχεια, οι ανισότητες και οι αδύναμοι θεσμοί επιτείνονται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως η ένδεια φυσικών πόρων, η ερημοποίηση και η μετανάστευση. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει στην εξάπλωση της ιδεολογίας του εξτρεμισμού και την ενθάρρυνση των νέων να συμμετέχουν σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Άλλωστε, οι εξτρεμιστικές θρησκευτικές οργανώσεις συνήθως στρατολογούν νέους ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής. Συμπληρώνοντας αυτό το επιχείρημα, έχει διατυπωθεί ότι η τρομοκρατία που σχετίζεται με περιβαλλοντικά αίτια μπορεί να εξαπλωθεί και να απειλήσει και τα κράτη της δύσης.
Αφετέρου, εντοπίζεται μια σύνθετη και κυκλική σχέση, στην οποία η κλιματική αλλαγή καλλιεργεί την τρομοκρατία και, στη συνέχεια, η τρομοκρατία ανατροφοδοτεί την κλιματική αλλαγή. Για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή εντείνει τον ανταγωνισμό για τους σπανίζοντες φυσικούς πόρους. Μια τρομοκρατική οργάνωση βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να δράσει και προχωρά σε εμπρηστικές επιθέσεις, υποβαθμίζοντας περαιτέρω το περιβάλλον.
Υπάρχει όμως και η οπτική ότι δεν υπάρχουν αρκετά επιστημονικά στοιχεία που να συνδέουν τα δύο ζητήματα. Παρότι φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία στη θεώρηση ότι το περιβάλλον αποτελεί μια από τις αιτίες της σύγκρουσης, χωρίς να είναι η πιο καθοριστική, το αν η κλιματική αλλαγή καλλιεργεί τη βία παραμένει αμφιλεγόμενο. Για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης τα οικονομικά κίνητρα, τα κοινωνικά προβλήματα, η αδύναμη διακυβέρνηση και η μετανάστευση αποτελούν πιο άμεσα αίτια της τρομοκρατίας και των βίαιων συγκρούσεων.
Το πρόβλημα, συνεπώς, είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ ότι παρουσιάζουν οι υποστηρικτές της σύνδεσης κλίματος-ασφάλειας. Εκτός από τις κοινά αποδεκτές άμεσες αιτίες της τρομοκρατίας, υπάρχουν και άλλες αστοχίες των κυβερνήσεων και των διεθνών φορέων που υποθάλπουν τη βία στις πληττόμενες από την περιβαλλοντική υποβάθμιση περιοχές.
Μια αστοχία των κυβερνήσεων είναι ότι υποδέχονται θερμά τη διεθνή οικονομική βοήθεια, όμως στη συνέχεια την αξιοποιούν για πρόσκαιρα και όχι μακροπρόθεσμα μέτρα βιώσιμης προσαρμογής. Η διαφθορά και οι καταχρήσεις από κρατικούς φορείς στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι σπάνιες, ενώ οι φορείς αυτοί πολλές φορές συνεργάζονται σιωπηρά με μέλη της πολιτικής ελίτ και τοπικούς ηγέτες. Γι’ αυτούς τους λόγους έχει υποστηριχθεί ότι η σύνδεση της τρομοκρατίας με την κλιματική αλλαγή γίνεται από τις κυβερνήσεις σκόπιμα για να αποσπάσουν οικονομική βοήθεια από διεθνείς οργανισμούς.
Η ανάμειξη των διεθνών φορέων από την άλλη πολλές φορές γίνεται χωρίς να υπολογίζουν τις ιδιαιτερότητες και την κουλτούρα των τοπικών κοινωνιών. Συχνά ο τοπικός πληθυσμός δεν επωφελείται από τα έργα ανθρωπιστικής βοήθειας, είτε επειδή δεν τον εξυπηρετούν, είτε επειδή δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις για να τα αξιοποιήσει. Η ανθρωπιστική βοήθεια είναι σε μεγάλο βαθμό παρωχημένη και μυωπική και πολλές φορές δεν απευθύνεται στις κυριότερες ανάγκες του πληθυσμού.
Οι διεθνείς φορείς έχουν προσπαθήσει ήδη από την εποχή της αποικιοκρατίας να ενδυναμώσουν την εγχώρια παραγωγή των χωρών που πλήττονται από ένδεια τροφίμων και να αναμορφώσουν την αγροτική παραγωγή. Αυτές οι προσπάθειες, λόγω του ότι είναι εξειδικευμένες και απευθύνονται άμεσα στον λαό, έχουν υπάρξει αρκετά αποδοτικές. Παρόλ’ αυτά η βία εξακολουθεί να υπάρχει. Έτσι, το πρόβλημα δεν φαίνεται να εντοπίζεται στη σπανιότητα των πόρων, αλλά στην παραγωγή και την ανισοκατανομή τους στον πληθυσμό. Ωστόσο, ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα (“vested interests”) δεν επιτρέπουν να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί πρόσφορο έδαφος το οποίο εκμεταλλεύονται οι εξτρεμιστικές ομάδες, ώστε να καλύψουν τα κενά εξουσίας που αφήνουν οι κυβερνήσεις και να αντλήσουν υποστήριξη από τον καταπιεσμένο λαό.
Γενικά, η «απλοποίηση» των αιτιών ενός τόσο πολύπλοκου ζητήματος όπως είναι αυτό της τρομοκρατίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ελλιπή κατανόησή του. Οι συνθήκες που καλλιεργούν την τρομοκρατία σε μέρη του κόσμου με εντελώς διαφορετικές οικονομίες, πολιτικά περιβάλλοντα και κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες δεν μπορούν να πηγάζουν από τα ίδια αίτια και να χρήζουν της ίδιας αντιμετώπισης. Αντίθετα, η κάθε κοινωνία πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΖΩΝΗΣ ΤΟΥ ΣΑΧΕΛ
Το ενδιαφέρον τους στην πολύπαθη περιοχή του Σαχέλ έχουν στρέψει διεθνείς δρώντες, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ΟΗΕ και πληθώρα ΜΚΟ. Ταυτόχρονα με την ανερχόμενη βία στη μορφή του θρησκευτικού εξτρεμισμού, οι χώρες της ζώνης του Σαχέλ βιώνουν και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με εντονότερες την ερημοποίηση και την επισιτιστική κρίση.
Οι αρχηγοί των τζιχαντιστικών ομάδων έχουν κερδίσει έναν βαθμό κοινωνικής αποδοχής καταδικάζοντας τις τοπικές κυβερνήσεις και τον δυτικό κόσμο. Υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας συνωμοσίας μεταξύ των δυτικών χωρών και των σαχελιανών κυβερνήσεων, με τις τελευταίες να επιστρατεύουν τη βία κατά του απλού λαού για να εκμεταλλευτούν τους φυσικούς πόρους της περιοχής. Ως αποτέλεσμα, οι αγροτικές κοινότητες που εξαρτώνται από τους πόρους αυτούς για την επιβίωσή τους καταπιέζονται και περιθωριοποιούνται.
Στην περίπτωση του Σαχέλ, η προσπάθεια καταπάτησης της υπερεκμετάλλευσης των δασικών πόρων οδήγησε στην αναζωπύρωση της βίας. Η υπηρεσία δασικής προστασίας που συγκροτήθηκε από τις τοπικές κυβερνήσεις,σε συνεργασία με διεθνείς δρώντες, κατηγορείται για κατάχρηση εξουσίας, σφετερισμούς και χρήση βίας ενάντια στους πολίτες. Γι’ αυτούς τους λόγους βρίσκεται και στο στόχαστρο των τζιχαντιστικών επιθέσεων τα τελευταία χρόνια.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συνεπώς, ίσως η σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με την τρομοκρατία να είναι πιο αδύναμη απ’ ότι υποστηρίζεται από τους διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς. Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που έχουν συντελέσει στην εκδήλωση βίαιων αντιδράσεων στις περιοχές με έντονη περιβαλλοντική υποβάθμιση, όπως είναι η κακή διακυβέρνηση και τα κοινωνικά προβλήματα. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η κλιματική αλλαγή προκαλεί άμεσα τη σύγκρουση και τη βία, λόγω της σύνθετης αλληλεπίδρασής τους.
Παρόλ’ αυτά, η άποψη ότι το κλίμα διοχετεύει τη βία μέσα από διάφορα κανάλια, όπως είναι η μετανάστευση, έχει κερδίσει ένα μεγάλο βαθμό αποδοχής στη βιβλιογραφία και καθορίζει την παγκόσμια δράση κατά της κλιματικής αλλαγής και της τρομοκρατίας. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητη μια ποιοτική ανάλυση για να διασαφηνιστεί η σχέση μεταξύ των θεσμών που διέπουν την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, των κοινωνικών φαινομένων και της κινητοποίησης των τρομοκρατών. Ωστόσο, η έρευνα πρέπει να συνοδεύεται από δράση. Είναι απαραίτητο οι διεθνείς δρώντες να συσπειρωθούν και να δημιουργήσουν αποτελεσματικά μέτρα προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και ενδυνάμωσης των κοινωνιών στις οποίες εκδηλώνεται εντονότερα το φαινόμενο της βίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Asaka, J. (2021). Climate Change – Terrorism Nexus? A Preliminary Review/Analysis of the Literature. Perspectives on Terrorism, 15(1), 81-92. Retrieved from https://www.jstor.org/stable/26984799
Raineri, L. (2020, December 4). Sahel Climate Conflicts? When (Fighting) Climate Change
Fuels Terrorism | European Union Institute for Security Studies. EUISS.
Retrieved from: https://www.iss.europa.eu/content/sahel-climate-conflicts-when-fighting-climate-change-fuels-terrorism
United Nations Convention to Combat Desertification. (2014, November). The land in
numbers: Livelihoods at a tipping point. Retrieved from: https://www.unccd.int/publications?page=2