γράφει ο Παντελεήμων Καραμάλης
Οι δείκτες βασικών οικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζουν μία σαφή βελτίωση τους τελευταίους μήνες. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, το ποσοστό της ανεργίας, καθώς και οι αποδόσεις των 3ετών, 5ετών, αλλά και 10ετών ομολόγων έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για πολλούς και διάφορους λόγους. Κάποιος που δεν γνωρίζει πλήρως την ελληνική ή ακόμα και ευρωπαϊκή πραγματικότητα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι παραπάνω οικονομικοί δείκτες αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, θεωρώντας ότι πλέον βρίσκεται στην κατάσταση που βρισκόταν πριν το 2008. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, τόσο στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, όσο και της ευρωπαϊκής στο σύνολό της.
Αρχικά, η ελληνική οικονομία επανήλθε το 2017 σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από μία μακρά και επώδυνη περίοδο ύφεσης. Πιο συγκεκριμένα, η ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ για το 2017 ανήλθε στο 1.5%, για το 2018 στο 1.9%, ενώ οι προβλέψεις της ΕΕ για το 2019 και 2020 κάνουν λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 2.2%. Η ανεργία με τη σειρά της παρουσιάζει μία μικρή, αλλά συνεχή μείωση καθώς το 2018 κλείδωσε στο 19.3%, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για περαιτέρω μείωσή της στο 18.2 και 16.8% για το 2019 και 2020 αντιστοίχως. Βλέποντας λοιπόν κανείς την πορεία του ΑΕΠ και της ανεργίας θα ισχυριζόταν ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πολύ καλό σημείο, αφήνοντας τα χειρότερα στο παρελθόν διαπαντός.
Η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων ήρθε αντιμέτωπη με πολλές δύσκολες καταστάσεις, έφτασε στο χείλος του γκρεμού αρκετές φορές και υπήρξε αρνητικός πρωταγωνιστής στο διεθνές στερέωμα σε πολλές περιπτώσεις. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία καταφέρνει μέσω πολλών μέτρων δημοσιονομικού κυρίως περιεχομένου να επανέρχεται στην κανονικότητα σιγά σιγά, αποκτώντας την χαμένη εμπιστοσύνη των αγορών. Ωστόσο, κρίνεται απαραίτητο να δοθεί μία διαφορετική προσέγγιση στα παραπάνω μεγέθη, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο ιδιαίτερη έμφαση στους κινδύνους που ελλοχεύει το μέλλον, καθώς και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα προκειμένου όχι μόνο να μην επιστρέψει στο σημείο μηδέν του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στην οικονομία της.
Σε πρώτη φάση, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, παρά το γεγονός ότι είναι μεγαλύτεροι από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν άκρως ικανοποιητικοί. Αυτή η διαπίστωση έγκειται στο γεγονός ότι σε περίπτωση σύγκρισης των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με τους αντίστοιχους των υπόλοιπων χωρών που ταλαιπωρήθηκαν εντόνως από την οικονομική κρίση και υιοθέτησαν προγράμματα δημοσιονομικής σταθερότητας, όπως η Ιρλανδία (6.7% το 2018) ή η Κύπρος (3.9% το 2018), οι αποκλίσεις που παρουσιάζονται μεταξύ των χωρών καταδεικνύουν τον δρόμο που πρέπει να καλύψει η Ελλάδα προκειμένου να κερδίσει όσο γίνεται γρηγορότερα το χαμένο έδαφος και κυρίως το ΑΕΠ που απώλεσε στα χρόνια της κρίσης. Επιπλέον, η πορεία των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων πρέπει να συγκρίνεται όχι μόνο με την αντίστοιχη πορεία της προ κρίσης εποχής, αλλά και με τις αντίστοιχες αποδόσεις των άλλων περιφερειακών και ῾῾χτυπημένων᾽᾽ από την κρίση οικονομιών. Πιο συγκεκριμένα, τη στιγμή που γραφόταν το κείμενο το spread του 10ετούς ελληνικού ομολόγου άγγιζε το 3.55%, ενώ το αντίστοιχο της Ιρλανδίας διαμορφωνόταν στο 0.53%, της Ισπανίας στο 0.98% και της Πορτογαλίας στο 1.13%. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι ναι μεν τα ελληνικά ομόλογα έχουν ανακάμψει αισθητά τους τελευταίους μήνες, αλλά παράλληλα χρειάζεται μία περαιτέρω μείωση έτσι ώστε να χρηματοδοτείται η ελληνική οικονομία φθηνά διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την ταχύτερη ανάκαμψη του ΑΕΠ.
Εκτός όμως της παραπάνω διαφορετικής προσέγγισης των οικονομικών μεγεθών, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα μία σειρά από προκλήσεις που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για μακροχρόνια και βιώσιμη ανάπτυξη. Η πρώτη μεγάλη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα είναι η πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επηρεάζει σε τεράστιο βαθμό την κατάσταση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μείζονος σημασίας δέσμευση της χώρας μας προς τους εταίρους, αλλά κυρίως αποτελεί άκρως σημαντική προϋπόθεση για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μέσω της χορήγησης δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μία ακόμη μεγάλη πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα είναι η υπερφορολόγηση τόσο των επιχειρήσεων (28% σήμερα, από τους υψηλότερους στην Ευρώπη), όσο και των νοικοκυριών δυσχεραίνοντας με αυτόν τρόπο την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων από τη μία και την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης από την άλλη. Τέλος, η χώρα καλείται να προσφέρει όχι μόνο ένα φιλικό και σταθερό φορολογικό πλαίσιο στους υποψήφιους επενδυτές, αλλά και ένα σταθερό, φιλοευρωπαϊκό και φιλοαναπτυξιακό πολιτικό περιβάλλον στο οποίο κάθε Έλληνας και ξένος επενδυτής θα μπορεί να ξεκινήσει ή να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες δίχως φόβο, προσφέροντας έτσι ολοένα και περισσότερες νέες και κυρίως καλά αμοιβόμενες θέσεις πλήρους εργασίας.
Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία έχει κάνει αρκετά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, έχοντας όμως ακόμα να διανύσει μεγάλη απόσταση κάνοντας χρήση πολλών από τις δυνατότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει με στόχο την ῾῾εκτόξευση᾽᾽ της ελληνικής οικονομίας με σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3 και 3.5% μακροπρόθεσμα, έπειτα από πολλά χρόνια μεγάλης ύφεσης και υψηλής ανεργίας.
Βιβλιογραφία
1) Eurostat, https://ec.europa.eu/eurostat
2) Spring Economic Forecast (2019). Growth continues at a more moderate
Pace. European Commission
Association for International & European Affairs | ΟΔΕΘ