γράφει ο Γιάννης Κρόμπας
Την τελευταία δεκαετία το θέμα της εισοδηματικής ανισότητας κυριαρχεί στις συζητήσεις περί οικονομικής πολιτικής. Από το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα του ThomasPiketty μέχρι και την εμφάνισης της Alexandra Ocasio-Cortez, η όξυνση της εισοδηματικής ανισότητας παρουσιάζεται ως μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες του Καπιταλισμού και ο λόγος που θα πρέπει να υπάρξει μία μετατόπιση σε πολιτικές σοσιαλιστικού χαρακτήρα.
Είναι αλήθεια πως μία κοινωνία με μεγάλες οικονομικές ( ή άλλου είδους) ανισότητες είναι δυσκολότερο να ευδοκιμήσει αφού απειλείται η κοινωνική της συνοχή, ενώ κλονίζεται και η εμπιστοσύνη της στους θεσμούς ( Παράδειγμα η Ελλάδα του 2009-12), συστατικά απαραίτητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Το πρόβλημα της αυξανόμενης εισοδηματικής ανισότητας αναγνωρίζεται από όλο σχεδόν το ιδεολογικό φάσμα και το αντίστοιχο οικονομικό δόγμα που κάθε πλευρά στηρίζει: Από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ, που έχουν την αντιμετώπισή του ρητά πλέον στο μείγμα πολιτικών που προτείνουν, έως το αριστερό ιδεολογικό φάσμα, π.χ. ο οριακός φορολογικός συντελεστής 90% που πρότεινε η Alexandra Ocasio-Cortez για τα εισοδήματα άνω των 10 εκατομμυρίων δολαρίων.
Πρέπει να ανησυχούμε όμως για την ζημιά που η εισοδηματική ανισότητα και για το ενδεχόμενο αυτή να αυξηθεί στο μέλλον;
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω η απάντηση ομοφώνως ναι από όλους τους συμμετέχοντες στην χάραξηκοινωνικοοικονομικής πολιτικής. Υπάρχει όμως μία διαφορετική άποψη σχετικά με την ανισότητα εισοδήματος, αυτή ενός νομπελίστα οικονομολόγου, τουSimon Kuznets.
To 1954 o Simon Kuznets στην ομιλία του στην αμερικανική ένωση οικονομολόγων διατύπωσε την άποψη ότι σε μία οικονομία που αναπτύσσεται, για ένα διάστημα η ανισότητα αυξάνεται και αφού φτάσει ένα μέγιστο σημείο, έπειτα βαίνει μειούμενη, σχηματίζοντας έτσι διαγραμματικά μία καμπύλη σε σχήμα καμπάνας, παρόμοια με την καμπύλη Laffer.
Από τότε έχει γίνει προσπάθεια να ελεγχθεί η υπόθεση αυτή, και έχουν διατυπωθεί διάφοροι μηχανισμοί μέσω των οποίων το θεώρημα του Kuznets μπορεί να βρίσκει εφαρμογή. Τέτοιοι μηχανισμοί έχουν να κάνουν κυρίως με τη βιομηχανοποίηση των οικονομιών, την υποκατάσταση αγροτικών κ άλλων επαγγελμάτων χαμηλής εξειδίκευσης από επαγγέλματα με μεγαλύτερες απαιτήσεις σε δεξιότητες που αμείβονται καλύτερα.
Η αλήθεια είναι πως ο Kuznets διατύπωσε τη θεωρία του τη δεκαετία του ’50 έχοντας στο μυαλό του τις οικονομίες πριν και μετά τη βιομηχανική επανάσταση, οπότε εύλογαυποθέτει κανείς: Τι εφαρμογή θα μπορούσε να έχει σήμερα;
Αν υποθέταμε ότι ισχύει θα μπορούσαμε να κάνουμε τον εξής συλλογισμό:
Καθώς βαδίζαμε προς τα γεγονότα του 2008-09, όπου με την παγκόσμια οικονομική κρίση, υπήρξε μία απότομη αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω (όπως άλλωστε σε κάθε κρίση). Έκτοτε η ανισότητα αυξανόταν ( ή έμενε σταθερή), καθώς η ανάπτυξη ήταν αναιμική μετά την κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν υπήρξε δομική μείωση της ανισότητας ( ακόμα και αν υπήρχε πρώτα μια πρόσκαιρη αύξηση της) όπως περιγράφεται από την υπόθεση του Kuznets, παρά μόνο αντιμετωπίστηκε επιδερμικά από πρόσκαιρες πολιτικές, που βασίζονταν στην αναδιανομή εισοδήματος από τις κυβερνήσεις (π.χ. επιδόματα και προγράμματα απασχόλησης).
Εάν η υπόθεση του Kuznets ισχύει οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να δώσουν περισσότερο βάρος σε πολιτικές που προάγουν την ισχυρή ανάπτυξη ( χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν πρόσκαιρα την ανισότητα, αφού όσο η ανισότητα αυξάνεται τόσο υπονομεύεται η βιωσιμότητα της μακροχρόνιας ανάπτυξης).
Ισχύει όμως η υπόθεση του Kuznets;
Οι εμπειρικές μελέτες έχουν δεν έχουν αποδώσει οριστικά αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον για τεχνικούς, δηλαδή δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερευνητών ποια είναι η καλύτερη μέθοδος για να εκτιμηθεί η καμπύλη αυτή, έτσι διαφορετικές μέθοδοι οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Δεύτερον δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τον μηχανισμό μέσω του οποίου η ανάπτυξη μειώνει την ανισότητα. Έτσι για παράδειγμα κάποιοι ερευνητές εξετάζουν την σχέση που περιγράφεται από την καμπύλη, εξαιρώντας την οικονομική πολιτική η οποία θεωρείται πρόσκαιρη ( όπως είπαμε και στο παράδειγμα παραπάνω). Άλλοι πάλι θεωρούν πως το αποτέλεσμα της αναδιανεμητικής πολιτικής πρέπει να προσμετράται, καθώς, όσο μία οικονομία αναπτύσσεται το κράτος έχει περισσότερα έσοδα και πόρους να διαθέσει για αναδιανεμητικές πολιτικές, έτσι όσο υπάρχει ανάπτυξη η άμβλυνση των ανισοτήτων είναι μόνιμη.
Σε μία από τις πιο ολοκληρωμένες μελέτες στο θέμα οι ερευνητές Li και Zhou (2010, 2011, 2013), βρίσκουν πως λόγω έλλειψης οικονομικής ανάπτυξης υπάρχει εισοδηματική ανισότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπλέον βρίσκουν πως για να ‘κλείσει’ η ψαλίδα της εισοδηματικής ανισότητας δεν χρειάζεται απλώς ανάπτυξη που να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο επίπεδο αλλά μία ανοικτή οικονομία, βιομηχανικός εκσυγχρονισμός και ανάπτυξη υποδομών. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν είναι πως η σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών δεν είναι απόλυτη αλλά ακόμα και αν η ανισότητα καταλήξει αυξηθεί, μειώνεται το ποσοστό φτώχειας, δηλαδή αυξάνεται το εισόδημα όλων των «τάξεων» μίας κοινωνίας.
Βιβλιογραφία: