Γράφει η Μαρία Κολοβού
Η Εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων ή εναλλακτικά η “ Επιχείρηση Πλούτο” όπως ονομάστηκε, αποτελούσε μια στρατιωτική επιχείρηση μυστικής δράσης της CIA των ΗΠΑ με κύριο στόχο την ανατροπή του καθεστώτος του νέου πρωθυπουργού της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο. Ο λόγος ανάληψης αυτής της πρωτοβουλίας αφορούσε την ολοένα και θερμότερη σχέση της Κουβανικής Κυβέρνησης με τη Σοβιετική Ένωση και την μεγαλύτερη εμπλοκή της τελευταίας στον ζωτικό χώρο των ΗΠΑ, γεγονός που επέτεινε το δίλημμα ασφαλείας στην αιχμή του Ψυχρού Πολέμου. Η οργάνωση της επιχείρησης και της μυστικής δράσης έγιναν υπό την αποκλειστική επιμέλεια της CIA. Το όραμα της προέβλεπε να παρουσιαστεί ως τοπική εξέγερση των ντόπιων έναντι της κουβανικής εξουσίας, παρέχοντας στις ΗΠΑ εκ του ασφαλούς άλλοθι και τη μη απόδοση ευθυνών. Ωστόσο, οι αποτυχίες τόσο στο σχεδιασμό, όσο και στην πληροφόρηση οδήγησαν στην πλήρη αποτυχία της επιχείρησης.
Το ιστορικό πλαίσιο τοποθετείτε στο έτος 1959, όταν το δικτατορικό καθεστώς του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα ανατρέπεται από επαναστάτες με ηγέτη τους τον Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος μετέπειτα ορίζεται πρωθυπουργός της χώρας. Το καθεστώς του Κάστρο ήταν φιλικά προσκείμενο στην κομμουνιστική θεωρία, πράγμα που ενδυνάμωσε τις σχέσεις Κούβας- ΕΣΣΔ και άρχισε να ανησυχεί τους Αμερικάνους, καθώς το νησί της Κούβας υπήρξε ανέκαθεν πεδίο οικονομικής δραστηριότητας των ΗΠΑ. Η Κούβα, έτσι, μετατράπηκε στο πρώτο κομμουνιστικό κράτος στο δυτικό ημισφαίριο και προχώρησε στην εθνικοποίηση αμερικανικών και μη υποδομών. Με την πάταξη του κομμουνισμού ως προτεραιότητα των ΗΠΑ εκείνη την εποχή, το καλοκαίρι του 1960 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Άιζενχαουερ εξαπολύει οικονομικό εμπάργκο στην Κούβα και εξουσιοδοτεί τη CIA να εκκινήσει σχεδιασμό μυστικής επιχείρησης ανατροπής του Κάστρο, στρατολογώντας Κουβανούς εξόριστους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο Μαϊάμι των ΗΠΑ. Καθώς η θητεία του Άιζενχαουερ ερχόταν στο τέλος της, η ίδια η περάτωση της επιχείρησης, η οποία επονομάστηκε Επιχείρηση Πλούτο, αφέθηκε στην υπόληψη του διαδόχου του, Τζον Φ. Κέννεντυ. Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, στον νέο πρόεδρο δύο σχέδια εισβολής : το Σχέδιο Τρινιντάν και το Σχέδιο Ζαπάτα. Το πρώτο συνιστούσε την εισβολή του μεγαλύτερου μέρους της Ταξιαρχίας 2506 ( εξόριστοι αντάρτες) από τη νότια μεριά της Κούβας στο λιμάνι Κασίλντα της Τρινιντάν και ένας μικρός αριθμός να αποβιβαστεί στην περιοχή Οριέντε, ώστε να αποσπάσει τις δυνάμεις του καθεστώτος, ενώ προβλεπόταν και η ενημέρωση των εσωτερικών μυστικών οργανώσεων για να συνεισφέρουν και αυτές στον αγώνα κατά του Κάστρο. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε την απόβαση της Ταξιαρχίας στον Κόλπο των Χοίρων (Bahía de Cochinos) κοντά στην αερογραμμή της Ζαπάτα, σε τρία διαφορετικά σημεία τα οποία ονομάστηκαν Μπλε, Πράσινη και Κόκκινη Παραλία, ώστε να εξασφαλίσουν τον αεροδιάδρομο για την προσγείωση των βομβαρδιστικών αεροπλάνων. Ο πρόεδρος Κέννεντυ ενέκρινε το δεύτερο σχέδιο δράσης στις 4 Απριλίου του 1961. Από εδώ αρχίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Παρά ταύτα, οι στρατηγικές αποτυχίες και οι αποτυχίες των υπηρεσιών πληροφόρησης είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ακόμη από τη θητεία του προέδρου Αιζενχάουερ (Rasenberger,2011,σ. 39-99).
Μία από τις πρώτες αποτυχίες που αντιμετώπισε η οργάνωση της μυστικής δράσης αποτελέσαν οι διαρροές (leaks) πληροφόρησης. Έπειτα από την αποτυχία της επιχείρησης, η επιτροπή που ορίστηκε για την εκτίμηση των ατοπημάτων της κατέληξε στο γεγονός ότι η Κούβα και η ΕΣΣΔ κατείχαν πρωτέρα γνώση για την εισβολή πριν πραγματοποιηθεί. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε διαρροή πληροφοριών από τα υψηλότερα κλιμάκια της CIA (Associated Press,2000). Μάλιστα, αναφέρθηκε πως ο τότε Διευθυντής της CIA Άλλεν Ντάλες γνώριζε ότι οι δύο αυτές χώρες είχαν πληροφορίες για την εισβολή, αλλά παρά ταύτα ενέκρινε την συνέχισή της, για λόγους πολιτικής ικανοποίησης ή απλής παράλειψης του γεγονότος (Dallek,2011,σ.28). Εκτός από τις πιθανές διαρροές, οι κουβανικές υπηρεσίες πληροφόρησης ανακάλυψαν την στρατολόγηση των εξόριστων ανταρτών στο Μαϊάμι από τη CIA και την εκπαίδευσή τους στην Γουατεμάλα και τη Νικαράγουα, η οποία μάλιστα γινόταν με «ανοιχτό» (overt) τρόπο (Kirkpatrick,1972,σ.36). Τρεις μέρες πριν την εισβολή, στις 14 Απριλίου 1961 το σώμα 160 ατόμων της Ταξιαρχίας που καταφθάνει 30 μίλια από το Γκουαντάναμο στην περιοχή Μπαρακόα για να προσφέρει αντιπερισπασμό, έρχεται αντιμέτωπο με την κουβανική πολιτοφυλακή, η οποία ήδη τους περίμενε στην ακτή (Laykó,2017,σ. 7). Με την αποτυχία του αντιπερισπασμού ξεκίνησε και η αρχή του τέλους. Έτσι, η επιχείρηση που είχε οργανωθεί να προσομοιάζει μια τοπική εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση, αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για μια υποστηριζόμενη από την Αμερική εισβολή, μέσα από “leaks” και την αποτελεσματική ανάλυση των κουβανικών υπηρεσιών πληροφόρησης.
Η CIA φαίνεται να αποτυγχάνει, επίσης, στον ειδικό μάλιστα τομέα της: την διασπορά προπαγάνδας στο εσωτερικό της Κούβας. Τα προπαγανδιστικά μηνύματα στόχευαν στην «άρνηση» (denial) και απόκρυψη της οποιαδήποτε ανάμειξη της αμερικανικής κυβέρνησης στην επιχείρηση, στη μείωση του κύρους του Κάστρο, καθώς και την ώθηση του λαού στην υποστήριξη της εξέγερσης σε όλη την Κούβα. Η υπηρεσία μάλιστα, είχε πείσει τον εαυτό της ότι οι ντόπιοι θα υποστηρίξουν την εξέγερση, και μάλλον στηρίχθηκαν υπερβολικά σε αυτό το ένστικτο (Dueñas,2017). Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της CIA, τις πρωινές ώρες της 15ης Απριλίου, 8 βομβαρδιστικά αεροπλάνα Β-26, μεταμφιεσμένα ως κουβανικά FAR ελεγχόμενα από τους Κουβανούς εξόριστους πιλότους βομβαρδίζουν τα αεροπλάνα του κουβανικού στρατού στο έδαφος με επιτυχία. Ένα από αυτά έχει διαταγές να κατευθυνθεί από το σημείο έναρξης, αντί για την Κούβα, στις ΗΠΑ και να παρουσιαστεί ως ντόπιος Κουβανός επαναστάτης αναλαμβάνοντας ευθύνη για την επίθεση, καταρρίπτοντας έτσι υποψίες για ανάμειξη της αμερικανικής κυβέρνησης. Η άφιξη του βομβαρδιστικού στις ΗΠΑ αποτέλεσε σημείο ενδιαφέροντος για τα ΜΜΕ, καθώς, ενώ εξωτερικά φαινόταν ότι είχε δεχτεί εξωτερικά πυρά, το δικό του πολυβόλο φαινόταν αχρησιμοποίητο, μιας και η μύτη του αεροσκάφους αποτελούταν από διαφορετικό υλικό από αυτό των μαχητικών αεροπλάνων του Κάστρο. Πράγματι, το κάλυμμα των κινητήρων είχε αφαιρεθεί και πυροβοληθεί από τη CIA πριν την αναχώρηση, για να δοθεί ψευδή εικόνα ανταλλαγής πυρών.
Η Αμερικανική κυβέρνηση, καθώς δεχόταν μεγάλη πολιτική και διπλωματική πίεση αφού το παραπάνω ζήτημα είχε μεταφερθεί στο επίπεδο του ΟΗΕ, δεν επιθυμούσε να ρισκάρει περαιτέρω τη θέση της και έτσι ακυρώνει τη δεύτερη προγραμματισμένη βομβιστική επίθεση, αφήνοντας τους αντάρτες στην ξηρά με μηδαμινή υποστήριξη αέρος. Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις του Κάστρο συλλαμβάνουν υποστηρικτές και υπεύθυνους διάδοσης της προπαγάνδας στο εσωτερικό της Κούβας, καθώς και πράκτορες της CIA, οι οποίοι παρέμεναν στην Κούβα για τη διευκόλυνση της αποβίβασης των ανταρτών. Η CIA απέτυχε να οργανώσει τις ομάδες αυτές στο εσωτερικό και να κρατήσει επαφή μαζί τους. Η εκστρατεία προπαγάνδας απέτυχε παταγωδώς, χωρίς την ενίσχυση από συμμάχους στο πεδίο μάχης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δύο ημέρες μόλις πριν την εισβολή οι αντίπαλες δυνάμεις να βρίσκονται σε επιφυλακή και να ελέγχουν τον αέρα (The National Security Archive, 1959).
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού της εισβολής ήταν έντονο το στοιχείο της λεγόμενης «έλλογης άρνησης» (plausible deniability) εκφραζόμενο από τον Αμερικανό Πρόεδρο. Συγκεκριμένα, η έλλογη άρνηση ορίζεται ως «η ικανότητα άρνησης οποιασδήποτε εμπλοκής σε παράνομες ή ανήθικες δραστηριότητες, επειδή δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν τη συμμετοχή. (…) συνεπάγεται πρόβλεψη, όπως η σκόπιμη δημιουργία των συνθηκών για την εύλογη αποφυγή της ευθύνης για τις μελλοντικές του ενέργειες.» (Goddard, Political Dictionary). Η απόρριψη του Σχεδίου Τρινιντάντ από τον Πρόεδρο Κέννεντυ οφειλόταν στο γεγονός ότι το θεώρησε «θεαματικό» και επιθυμούσε μια πιο «ήσυχη» επιλογή. Καθώς επίσης και η έλλειψη τοπικού αεροδιαδρόμου στην περιοχή Τρινιντάντ για τη χρήση του από τα μεταμφιεσμένα ως κουβανικά βομβαρδιστικά, θα μπορούσε να αποκαλύψει την εμπλοκή της Αμερικής στο σχέδιο. Η εμμονή της αμερικανικής κυβέρνησης στην έλλογη άρνηση είναι ίσως ο κυριότερος λόγος αποτυχίας της επιχείρησης. Ταυτόχρονα, όμως, κρίνεται λογική για δύο λόγους. Πρώτον, αν αναλογιστεί κανείς πως οι ΗΠΑ του 1960 βρισκόταν στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου και πως μια λαθεμένη κρίση μπορούσε να προκαλέσει τη Σοβιετική Ένωση. Δεύτερον, ο Πρόεδρος Κέννεντυ μόλις είχε εκλεγεί και βρισκόταν ακόμη νωρίς στην προεδρική του καριέρα για την ανάληψη μιας επιχείρησης μεγάλης κλίμακος (Chapman,2012,σ.179). Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, το Σχέδιο Ζαπάτα της CIA εγκρίθηκε ακριβώς γιατί προέβλεπε τη λιγότερη δυνατή ανάμειξη των αμερικανικών δυνάμεων, χρησιμοποιώντας παραπλανητικά στοιχεία από τους ντόπιους εξόριστους έως τη μεταμφίεση των αεροπλάνων. Ωστόσο, οι πολλαπλές αδυναμίες του σχεδίου οδήγησαν σε στρατηγικές αποτυχίες που όσο αυξανόταν, τόσο η αμερικανική κυβέρνηση δίσταζε να παράσχει βοήθεια, αρνούμενη το βάρος της ευθύνης και την ανάμειξη της στην περιοχή μέχρι τελικής πτώσεως.
Ακόμα και από στρατηγικής απόψεως το Σχέδιο Δράσης για το Κόλπο των Χοίρων κρίθηκε ιδιαίτερα αδύναμο. Αρχικά, η γεωγραφία της περιοχής Ζαπάτα καλύπτεται από βάλτους και δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την μετακίνηση δυνάμεων ξηράς, οι οποίες ήταν και οι μοναδικές στο σχέδιο. Επιπλέον, η περιοχή αποβίβασης της Ταξιαρχίας στερείται υποδομών λιμένων, ζωτικών για τον ανεφοδιασμό των ενόπλων δυνάμεων. Επίσης, η μείωση των αριθμού των αεροπλάνων από 15 σε 8 από την αμερικανική κυβέρνηση αποτελεί γεγονός που υπογραμμίζει ότι η τελευταία δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει ικανοποιητική υποστήριξη και ανεφοδιασμό ούτε αεροπορικώς. Το πρωτότυπο πλάνο στην πραγματικότητα προέβλεπε ακόμα τη δυνατότητα απόδρασης των ανταρτών σε περίπτωση υποχώρησης στα Βουνά Εσκαμπρέι, ενώ το δεύτερο πλάνο στερούνταν τέτοιου υπολογισμού, αποκλείοντας τους στρατιώτες στην δεδομένη περιοχή (Chapman,2012,σ.180).
Επιπροσθέτως, ο σχεδιασμός της CIA εμφάνιζε εξαρχής «παθολογίες πληροφόρησης», στην ουσία «παγίδες», στις οποίες μπορεί να πέσει θύμα μια υπηρεσία πληροφοριών είτε λόγω της ιδιαίτερης οργανωτικής φύσης τους, είτε εξαιτίας πιθανού σφάλματος σε κάποιο σημείο του κύκλου ανάλυσης των πληροφοριών ή πολιτικής εκτίμησης (Wirtz,2017,σ.846). Η εκπόνηση του Σχεδίου Ζαπάτα και η διεκπεραίωση του αποτελούν εξέχον παράδειγμα της παθολογίας που εμφανίζεται στη σχέση μεταξύ υπηρεσιών πληροφόρησης και της πολιτικής ηγεσίας για την διεξαγωγή μυστικής δράσης, η οποία αποκαλείται «ομαδοσκέψη» (groupthink). Ο όρος αυτός προσεγγίζεται ως «η δέσμευση σε έναν τρόπο σκέψης, όταν οι άνθρωποι εμπλέκονται σε μια συνεκτική ομάδα και ο αγώνας για την εκπλήρωση ομοφωνίας επί πίεση παρακάμπτει τα κίνητρα τους να αξιολογήσουν ρεαλιστικά εναλλακτικές μορφές δράσεις» (Janis, 1972). Πιο συγκεκριμένα στη περίπτωση του Κόλπου των Χοίρων, αν και οι ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα του νέου σχεδίου σαφώς υπήρχαν (Vandenbroucke,1984,σ.369), αυτές δεν εκφράστηκαν ή παρελείφθησαν, εξαιτίας της υπέρμετρης αυτοπεποίθησης από τις πρόσφατες επιτυχίες της CIA στα πραξικοπήματα του Ιράν (1953) και της Γουατεμάλας (1954), από όπου εμπνευστήκαν και τη μορφή της δεδομένης επιχείρησης (Murgado,2009,σ.45). Δυστυχώς, όμως οι συνθήκες δεν ήταν όμοιες στην περίπτωση της Κούβας.
Επιπλέον, η υπηρεσία ακολούθησε την τακτική της στεγανοποίησης των πληροφοριών (compartmentalization), μια ακόμη μορφή παθολογίας πληροφόρησης, όπου η υπερβολική μυστικότητα της επιχείρησης-για λόγους ασφαλείας- είχε ως αποτέλεσμα το ίδιο το αναλυτικό τμήμα της CIA να μην έχει πρόσβαση σε μεγάλο βαθμό πληροφοριών(Vandenbroucke,1984,σ.371). Επομένως, η ανατροφοδότηση που έφθανε στον Πρόεδρο στερούταν κριτικής ανάλυσης, με αποτέλεσμα αυτός να λαμβάνει τακτικές αποφάσεις με μη διασταυρωμένες πληροφορίες και ταυτόχρονα υπό την πίεση διατήρησης της μυστικότητας. Παρόλα αυτά, η προστασία της μυστικότητας της επιχείρησης απέτυχε, από την στιγμή που τα κανάλια ανατροφοδότησης του Κάστρο (τα οποία εσφαλμένα δεν διακόπηκαν ή παραπλανήθηκαν από την CIA εξαρχής) ενημέρωσαν την κουβανική κυβέρνηση για την στρατολόγηση ανταρτών στο Μαϊάμι και την εκπαίδευση τους στη Γουατεμάλα και τη Νικαράγουα.
Τέλος, ένα ακόμη σημαντικό ελάττωμα του σχεδίου ήταν η υποτίμηση των δυνάμεων του αντιπάλου και η αυτοπεποίθηση της υπηρεσίας για την εξέγερση των ντόπιων μόλις η εισβολή γινόταν πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, η ικανότητα του Κάστρο να κινητοποιήσει την υποστήριξη των ενόπλων φανατικών δυνάμεων, δεν εκτιμήθηκε επαρκώς στον σχεδιασμό της CIA, καθώς και το γεγονός πως μια λαϊκή εξέγερση υποκινούμενη από μια μικρή εισβολή, δίχως άμεση αμερικανική υποστήριξη, φαινόταν αδύνατη στο υπόλοιπο νησιωτικό έθνος (Vandenbroucke,1984,σ.367). Όπως, προαναφέρθηκε, η αποτυχημένη προπαγάνδα είχε ως αποτέλεσμα οι ντόπιοι να μην γνωρίζουν καν για την εισβολή. Σε αντίθεση με την προηγούμενη εμπειρία της υπηρεσίας με τον Πρόεδρο της Γουατεμάλας, ο Κάστρο απολάμβανε λαϊκής υποστήριξης. Την ίδια στιγμή, η Σοβιετική Ένωση ενήμερη επίσης για την εισβολή, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, προμηθεύει τον Κάστρο με εξοπλισμό για ενίσχυση της κουβανικής άμυνας (Dueñas, 2017). Έτσι, κυριαρχώντας στον αέρα, τροφοδοτημένες με σοβιετικό εξοπλισμό πιο εξελιγμένης τεχνολογίας σε σχέση με αυτόν που παρείχαν οι Αμερικανοί, ακριβώς για την επίτευξη της «έλλογης άρνησης» και την υποστήριξη του λαού, οι κουβανικές δυνάμεις καταστέλλουν την Ταξιαρχία 2506 μέσα σε τρεις ημέρες, διατηρώντας έτσι το καθεστώς Κάστρο αλώβητο.
Συμπερασματικά, γίνονται πλέον σαφείς οι λόγοι που οδήγησαν την Ταξιαρχία 2506 σε υποχώρηση, μόλις τρεις ημέρες μετά την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, όταν οι εναπομείναντες φρεγάτες ανεφοδιασμού υποχώρησαν. Η αποτυχία της εισβολής στιγμάτισε τόσο την CIA, όσο και το κύρος του Προέδρου Τζον Φ. Κέννεντυ, ο οποίος λόγω του μεγέθους της αποτυχίας, δεν μπόρεσε να υποστηρίξει πλέον το δόγμα της έλλογης άρνησης και ανέλαβε την ευθύνη και τον επαναπατρισμό των μελών της Ταξιαρχίας έναντι αμοιβής στην Κουβανική Κυβέρνηση (Central Intelligence Agency Archives, 1961). Μια σειρά από λανθασμένες υποθέσεις, στις οποίες βασίστηκε η μυστική δράση όπως ότι οι συμβουλές προς τον Πρόεδρο ελέγχθηκαν διεξοδικά από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ότι κάθε σύμβουλος πίστευε πράγματι στην πιθανότητα επιτυχίας που υποστήριζαν, και η πεποίθηση ότι η κατάσταση στην ίδια την Κούβα ήταν καθορισμένη, ήταν όλα βαθιά ελαττωματικά. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις αυτής της αποτυχίας για τις ΗΠΑ ήταν πιο επικίνδυνες απ’ όσο η ηγεσία είχε φανταστεί. Οι ριψοκίνδυνες κινήσεις των ΗΠΑ, ξεκινώντας με την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, οδηγούν τον Πρόεδρο Φιντέλ Κάστρο να αφοσιωθεί πλήρως στη Κομμουνιστική Ιδεολογία και, ένα χρόνο αργότερα στο γεγονός που στιγμάτισε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ως την πιο κρίσιμη και επικίνδυνη, την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Jim Rasenberger. (2011). The Brilliant Disaster: JFK, Castro, and America’s Doomed Invasion of Cuba’s Bay of Pigs. New York: Scribner.
Associated Press. (2000). IA SAID TO KNOW OF BAY OF PIGS LEAK. Διαθέσιμο σε: http://www.autentico.org/oa09407.php
Central Intelligence Agency. (1961). Foreign Relations of the United States, 1961–1963, Volume X, Cuba, January 1961–September 1962, Document 58. Washington, D.C.: Office of the Historian, U.S. Department of State. Διαθέσιμο σε: https://history.state.gov/historicaldocuments/frus1961-63v10/d58
Central Intelligence Agency. (2009). The people of the CIA . . . Milan Miskovsky: Fighting for Justice. Διαθέσιμο σε: https://web.archive.org/web/20100324152903/https://www.cia.gov/news-information/featured-story-archive/milan-miskovsky.html
Chapman, R. D. (2012). Revisiting the Bay of Pigs. International Journal of Intelligence and Counterintelligence. page178–184. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1080/08850607.2012.623008
Dallek, R. (2011). The Untold Story of the Bay of Pigs. The George Washington University. page 26-28. Διαθέσιμο σε: https://nsarchive2.gwu.edu/NSAEBB/NSAEBB355/NewsweekMagazine.2011.08.22_26-28.pdf
Dueñas, V. (2017). Bay of Pigs: A Case Study in Strategic Leadership and Failed Assumptions, The Strategy Bridge. Διαθέσιμο σε: https://thestrategybridge.org/the-bridge/2017/5/2/bay-of-pigs-a-case-study-in-strategic-leadership-and-failed-assumptions
Dunne, M. (2011). Perfect Failure: the USA, Cuba and the Bay of Pigs, 1961, The Political Quarterly, Vol. 82, No. 3. Διαθέσιμο σε: https://onlinelibrary.wiley.com/doi/epdf/10.1111/j.1467-923X.2011.02212.x?saml_referrer
John F. Kennedy Presidential Library and Museum Digital Archives. (1961). Cuba: Security, 1961. Διαθέσιμο σε: https://www.jfklibrary.org/asset-viewer/archives/jfkpof-115-003#?image_identifier=JFKPOF-115-003-p0008
Kirkman, L.B. (1972). PARAMILITARY CASE STUDY THE BAY OF PIGS, Naval War College Review, Vol. 25, No. 2. page 32-42. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/44639762
Layko, D. (2017). Causes of the Bay of Pigs invasion’s failure. Cold War History Research Center at Corvinus University of Budapest, in collaboration with the European Institute at Columbia University. Διαθέσιμο σε: https://unipub.lib.uni-corvinus.hu/2657/1/COJOURN_Vol2_No1_Layko.pdf
Murgado, A. (2009). The Bay Of Pigs Invasion: A Case Study In Foreign Policy Decision-making. Electronic Theses and Dissertations. Διαθέσιμο σε: https://stars.library.ucf.edu/etd/4117/?utm_source=stars.library.ucf.edu%2Fetd%2F4117&utm_medium=PDF&utm_campaign=PDFCoverPages
National Security Archive. (1959). Bay of Pigs/Playa Giron Chronology of Events: 40 Years After. Διαθέσιμο σε : http://nsarchive.gwu.edu/bayofpigs/chron.html
Stuster, J. D. (2019). MAPPED: The 7 governments the U.S. has overthrown. Foreign Policy. Διαθέσιμο σε: https://foreignpolicy.com/2013/08/20/mapped-the-7-governments-the-u-s-has-overthrown/
Vandenbroucke, L. S. (1984). The “Confessions” of Allen Dulles: New evidence on the Bay of Pigs. Diplomatic History. page 365–376. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1111/j.1467-7709.1984.tb00417.x
Wirtz, J. J. (2017). The ultimate intelligence pathology. International Journal of Intelligence and Counterintelligence. page 846-851. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1080/08850607.2017.1337456
Πηγή Εικόνας :
Diario De Cuba News. (2021). Los senadores cubanoamericanos Bob Menéndez y Marco Rubio rinden honor a la Brigada de Asalto 2506. Διαθέσιμο σε : https://diariodecuba.com/cuba/1615982921_29631.html