Loading...
Πρόσφατες αναλύσεις
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Είναι οι Ταλιμπάν η νόμιμη κυβέρνηση του Αφγανιστάν;

Γράφει ο Θεόδωρος Φαλελάκης

Τον Αύγουστο του 2021, το καθεστώς των Ταλιμπάν ανακατέλαβε το Αφγανιστάν για ακόμη μία φορά. Η Ισλαμική Δημοκρατία του Αφγανιστάν που κυβερνούσε την χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, με μέχρι πρότινος Πρόεδρο τον Ασράφ Γκάνι (Ashraf Ghani), έλαβε τέλος. Μετά την κατάληψη της Καμπούλ τον Σεπτέμβριο, οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν προσωρινή κυβέρνηση και ζητούν πλέον από την διεθνή κοινότητα την αναγνώρισή της ως νόμιμο όργανο εκπροσώπησης του κράτους στις διεθνείς σχέσεις. Η ταχεία κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν έχει δημιουργήσει πολιτικά και νομικά ζητήματα για τα κράτη και τις άλλες διεθνείς οντότητες, με κύρια αυτά της αναγνώρισης κυβερνήσεων και της εκπροσώπησης ενός κράτους από μη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Αναγκαία προϋπόθεση για να καταφανεί η δυνατότητα ή μη της κυβέρνησης του καθεστώτος των Ταλιμπάν να εκπροσωπεί το κράτος του Αφγανιστάν στις διεθνείς σχέσεις είναι να εξεταστεί κατά πόσο η κυβέρνηση αυτή είναι τελικά νόμιμη ή όχι. Θα πρέπει να επισημανθεί ωστόσο, ότι συχνά στο διεθνές δίκαιο οι έννοιες «νόμιμος» (legal)  και «νομότυπος» (legitimate) συγχέονται, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει νοηματική ταύτιση. Στην πρακτική των κρατών, το νομότυπο αποτελεί, καταχρηστικά, μέσο επίκλησης ιδιαίτερα όταν απαιτείται η δικαιολόγηση τυχόν παράνομης πράξης ή όταν αυτή δημιουργεί κάποια ευθύνη και απαιτείται η απάλειψη της. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην περίπτωση της στρατιωτική επέμβασης του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, η οποία αν και χαρακτηρίστηκε μη νόμιμη, θεωρήθηκε τελικά ως νομότυπη, και επετράπη έτσι η επέμβαση στο έδαφος του κράτους. Σύμφωνα με τον Thomas M. Frank, η νομοτυπικότητα είναι η ιδιότητα ενός κανόνα ή μίας δικαιογόνου οντότητας που ασκεί επιρροή προς τη συμμόρφωση όσων ρυθμίζονται κανονιστικά (Franck, p. 26). Με άλλα λόγια, η νομοτυπικότητα αποτελεί την κανονιστική πεποίθηση ότι ένας κανόνας δικαίου θα πρέπει να ακολουθείται (Boyle A. & Chinkin C., p. 24). Έτσι, μια τυχόν επίμαχη απόφαση μπορεί να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα ότι ανακοινώθηκε από μία νομότυπη οντότητα ή ότι αντιστοιχεί σε ένα νομότυπο πολιτικό μοντέλο ή έχει αποφασιστεί στο πλαίσιο ενός νομότυπου συστήματος αποφάσεων (Thomas, p. 747). Επομένως, μια πράξη που δεν είναι νόμιμη δεν σημαίνει ότι απαραίτητα δεν είναι και νομότυπη.

Αυτή η διαδεδομένη πεποίθηση ότι μία κυβερνητική αρχή έχει όλα τα εχέγγυα για να υποστηριχθεί από τη διεθνή κοινότητα, είναι ίσως από τις πιο σημαντικές προϋποθέσεις πολιτικής σταθερότητας σε μία κυβέρνηση και ανάπτυξης διεθνών σχέσεων ενός κράτους. Η διαδοχή μιας κυβέρνησης από μια άλλη μέσω δημοκρατικών διαδικασιών όπως προβλέπονται στο Σύνταγμα ενός κράτους, δεν θέτει, συνήθως, ζητήματα αναγνώρισης της κυβέρνησης αυτής και θεωρείται ότι η αυτή κυβέρνηση μπορεί εκ του νόμου (de jure) να ασκεί την εξουσία και να εκπροσωπεί το κράτος στις διεθνείς σχέσεις, και εκ του αποτελέσματος να το δεσμεύει με τις πράξεις του. Εν αντιθέσει, τυχόν κυβέρνηση που έχει αποκτήσει την εξουσία με μη δημοκρατικά μέσα, είναι αναμφίβολα μη νόμιμη. Προκύπτει λοιπόν ζήτημα αναγνώρισης της μη νόμιμης κυβέρνησης από τη διεθνή κοινότητα ειδικά όταν εκ των πραγμάτων (de facto) εμφανίζεται με διάνοια νόμιμης κυβέρνησης και εκπροσωπεί το κράτος.

Η σημασία της αναγνώρισης αυτής της κυβέρνησης, και οποιασδήποτε κυβέρνησης άλλωστε, έγκειται στο γεγονός ότι οι πράξεις της δεσμεύουν το κράτος και δημιουργούν τυχόν διεθνή ευθύνη. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 9 εκ των άρθρων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ περί Κρατικής Ευθύνης από διεθνώς άδικες ενέργειες (2001) σύμφωνα με το οποίο η συμπεριφορά ατόμου ή ομάδας ατόμων θα θεωρείται ενέργεια του Κράτους σύμφωνα µε το διεθνές δίκαιο, εάν το άτομο ή η ομάδα ατόμων ασκεί στην πραγματικότητα στοιχεία κυβερνητικής εξουσίας σε περίπτωση απουσίας ή ανεπαρκούς λειτουργίας των επισήμων αρχών και υπό περιστάσεις τέτοιες, οι οποίες απαιτούν την άσκηση αυτών των στοιχείων εξουσίας. Συνεπώς, το καθεστώς των Ταλιμπάν είναι αναμφίβολα μη νόμιμο, καθώς με τη χρήση βίας και με μη συνταγματικά και μη δημοκρατικά μέσα κατέστη κυβέρνηση του Αφγανιστάν. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι μπορεί να αποτελέσει de facto κυβέρνηση του Αφγανιστάν, ικανή να το εκπροσωπεί και να το δεσμεύει στις διεθνείς του σχέσεις;

Η κυβέρνηση έχει την έννοια του οργάνου που ασκεί κυβερνητική εξουσία και που κατέχει τον αποτελεσματικό έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της εδαφικής επικράτειας και του πληθυσμού και με τον ταυτόχρονο αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου κράτους (Συρίγος, σσ. 113, 117). Μάλιστα, αποτελεί ένα από τα κριτήρια της αναγνώρισης κρατών (τα υπόλοιπα είναι ο μόνιμος πληθυσμός, το καθορισμένο έδαφος, η ικανότητα της κρατικής οντότητας να εισαχθεί σε διεθνείς σχέσεις) σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης του Μοντεβιδέο. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, πρέπει να τονιστεί ότι δεν εξετάζονται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση κρατών, καθώς το Αφγανιστάν μπορεί με την ως άνω παραδοχή να μην έχει νόμιμη κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει πάψει να υφίσταται ως κράτος ή ότι η αναγνώρισή του ως κράτος από τη διεθνή κοινότητα τίθεται εν αμφιβόλω. Αντιθέτως, οποιαδήποτε απώλεια ανεξαρτησίας του κράτους, παύση ή απουσία(Warbrick, p. 228) κυβερνητικής εξουσίας δεν επηρεάζει διόλου την ήδη υφιστάμενη αναγνώριση που αυτό έχει (Συρίγος, σ. 119).

Εξάλλου, δεν υπάρχει διεθνής κανόνας που να υποχρεώνει τα κράτη να μην αναγνωρίζουν ένα κράτος απλώς και μόνο επειδή το πολιτικό του καθεστώς δεν είναι δημοκρατικό. Προφανώς, αν υπήρχε τέτοιος κανόνας, θα συνοδευόταν από έναν που ορίζει και το επιτρεπτό της παρέμβασης σε μη δημοκρατικές κυβερνήσεις (Murphy, pp 545-581). Αυτό διαφαίνεται και στην «Γνωμοδότηση για την Δυτική Σαχάρα»(Western Sahara, §94) όπου το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δέχθηκε ότι «κανένας κανόνας διεθνούς δικαίου, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν απαιτεί η δομή ενός κράτους να ακολουθεί οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρότυπο, όπως φαίνεται από την ποικιλομορφία των κρατικών μορφών που υπάρχουν στον κόσμο σήμερα». Αυτή η άποψη προκύπτει από την αρχή της κυρίαρχης ισότητας σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος έχει το δικαίωμα ελεύθερα να επιλέγει και να αναπτύσσει υπό τους δικούς του όρους την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική του κ.ά. δραστηριότητα. Αυτό επιβεβαιώνει και το Ψήφισμα 45/150 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σύμφωνα με το οποίο «δεν υπάρχει ενιαίο πολιτικό σύστημα ή εκλογική μέθοδος που ταιριάζει εξίσου σε όλα τα έθνη και τους λαούς».

Εξάλλου, η αναγνώριση μίας κυβέρνησης αποτελεί μια μονομερή πράξη εξωτερίκευσης της βούλησης του συμβαλλόμενου κράτους ότι αποδέχεται την νέα κυβερνητική αρχή και θα μπορούσε να εκληφθεί ως έγκριση ή επικύρωση του καθεστώτος ή ως παροχή υποστήριξης σε μια οντότητα έναντι μιας άλλης. Ένα άλλο κράτος λοιπόν του οποίου η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να αναπτύξει διμερείς σχέσεις με την αμφισβητούμενη κυβέρνηση μπορεί να την αναγνωρίσει. Η αναγνώριση της κυβέρνησης όμως δεν επέρχεται αυτόματα όταν υφίσταται οποιαδήποτε διατήρηση προηγούμενης σχέσης. Το συμβαλλόμενο κράτος μπορεί να έρχεται σε επαφή με το άλλο για πλείστους λόγους, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι αναγνωρίζει την κυβέρνησή του ως νόμιμη. Μια τέτοια αναγνώριση προκύπτει μόνο εφόσον για παράδειγμα αποδεχτεί το συμβαλλόμενο μέρος διπλωματική αποστολή του άλλου στο έδαφός του σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διπλωματικές Σχέσεις (1961). Συνεπώς, η εγκαθίδρυση ή όχι διμερών σχέσεων εναπόκειται αποκλειστικά στην συγκατάθεση και στην κοινή αποδοχή των μερών και γι’ αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια καθενός κράτους να αναγνωρίσει ή όχι την αμφισβητούμενη κυβέρνηση.

Βασικό κριτήριο για να υφίσταται εκ των πραγμάτων κυβέρνηση είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος. Σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου η κυβέρνηση θα πρέπει να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στον πληθυσμό και στην επικράτεια του κράτους με ταυτόχρονο αποκλεισμό άλλων κρατών από το εσωτερικό του και είναι σε θέση να συμμορφώσει με τις κανονιστικές της πράξεις την υπακοή των πολιτών, θα πρέπει να παρουσιάζεται ως όργανο με διάνοια κυβερνητικής εξουσίας του κράτους στις σχέσεις του με άλλα κράτη και να έχει την ικανότητα να αναλαμβάνει διεθνείς υποχρεώσεις. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η οντότητα ήρθε στην εξουσία αντισυνταγματικά ακόμη κι αν αυτή δεν είναι δημοκρατική ή δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, εφόσον όμως δεν υπάρχει άλλη αντίπαλη οντότητα (rival government) με έγκυρη συνταγματική αξίωση που να διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να υπάρχουν όλα τα στοιχεία του αποτελεσματικού ελέγχου που ασκεί η κυβέρνηση των Ταλιμπάν. Συγκεκριμένα, το καθεστώς των Ταλιμπάν κατέλαβε και τις 34 επαρχίες του Αφγανιστάν και κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο της πρωτεύουσας, της Καμπούλ. Εκτός όμως από αυτό, παρά τις παραβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει την εξουσία να επιβάλλει την συμμόρφωση στους πολίτες του Αφγανιστάν και έχει την ικανότητα και την θέληση να δεσμευτεί από τις υποχρεώσεις του διεθνούς δικαίου. Άλλωστε, μετά την αποχώρηση του Προέδρου Γκάνι από την χώρα, και την αποδοχή της «ήττας» του, δεν διεκδικεί καμία άλλη συνταγματικά εκλεγμένη κυβέρνηση την κυβερνητική εξουσία, με αποτέλεσμα το καθεστώς των Ταλιμπάν να είναι το μόνο που να έχει την εκ των πραγμάτων ικανότητα αποτελεσματικού ελέγχου του κράτους του Αφγανιστάν.

Τα νομικά επιχειρήματα της αναγνώρισης μίας κυβέρνησης στον βωμό των διεθνών σχέσεων συχνά τίθενται εκ ποδών και έτσι, κυβερνήσεις που δεν έχουν αποκτήσει με νόμιμο τρόπο την εξουσία μπορεί αναγνωρίζονται από άλλες ή συχνά να αποκλείεται η αναγνώρισή τους χάριν πολιτικών συμφερόντων. Το ζήτημα ίσως είναι καθαρά πολιτικό. Παρά το γεγονός ότι τα κράτη δεν έχουν υποχρέωση να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, θα ήταν δυσανάλογο να αποκλειστεί ο πληθυσμός και να απομονωθεί το κράτος του Αφγανιστάν από τις διεθνείς σχέσεις λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει νόμιμη κυβέρνηση. Με την de facto αναγνώριση του καθεστώτος των Ταλιμπάν, αυτό θα έρθει αντιμέτωπο με την διεθνή νομική ευθύνη και πλέον θα μπορεί να επωμιστεί οποιεσδήποτε αποδιδόμενες στο κράτος του Αφγανιστάν ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 των άρθρων για την Κρατική Ευθύνη. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι δυνατή οποιαδήποτε τυχόν προσαγωγή ενώπιον δικαιοσύνης για τρομοκρατικές ενέργειες καθώς και για παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου. Με την καθυστέρηση της μη αναγνώρισης των Ταλιμπάν ως de facto κυβέρνησης του Αφγανιστάν, αυτοί δεν θεωρούνται κρατικοί μετέχοντες, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νομικού vacuum με ελάχιστη διεθνή ευθύνη. Μόνο με την αναγνώριση θα καταφέρει η διεθνής κοινότητα να επιβάλλει διεθνή ευθύνη κατά αυτού του τρομοκρατικού μορφώματος. Πάντως, όποια και να είναι τα τυχόν επιχειρήματα υπέρ ή κατά της αναγνώρισης της κυβέρνησης, η εξέλιξη των διεθνών σχέσεων θα κρίνει στην τελική την ροπή των πραγμάτων.

Το θέμα του άρθρου αναλύθηκε με αφορμή το θέμα του ICJ του Thracing on MIC 2021 που διεξήχθη στο ΔΠΘ της Κομοτηνής 1-5 Δεκεμβρίου 2021.

Βιβλιογραφία:

Boyle A. & Chinkin C. (2007). Foundations of Public International Law: The Making of International Law. New York: Oxford University Press Inc, p. 24.

Warbrick C. (2003). Part III, Chapter 7: States and Recognition in International Law, in: Evans, M. D. (ed.). International Law. (1st Ed.). New York: Oxford University Press Inc, New York, 2003, p. 228.

Συρίγος Α. (2017). Κεφάλαιο 5 – Το κράτος, σε: Αντωνόπουλος Κ. & Μαγκλιβέρας Κ. (επιμ). Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας. (3η αναθεωρημένη εκδ.). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 105-150.

Franck, T. M. (1990). The Power of Legitimacy Among Nations. New York: Oxford University Press Inc, p. 26.

International Court of Justice (ICJ). (1975, Οκτώβριος 16). Western Sahara. Advisory Opinion of 16 October 1975. §94. Διαθέσιμο σε: https://www.icj-cij.org/en/case/61.

International Law Commission (ILC), Articles on Responsibility of States for Internationally Wrongful Acts, Article 9, Conduct carried out in the absence or default of the official authorities. Διαθέσιμο σε:  https://legal.un.org/ilc/texts/instruments/english/draft_articles/9_6_2001.pdf.

Murphy S. D. (1999, Ιούλιος). Democratic Legitimacy and the Recognition of States and Governments. The International and Comparative Law Quarterly. Vol. 48 (No. 3). Cambridge University Press, British Institute of International and Comparative Law, pp 545- 581.  Διαθέσιμο σε: http://www.jstor.org/stable/761316.

Saul Β. (2021, Δεκέμβριος 15). “Recognition” and the Taliban’s International Legal Status. International Centre for Counter-Terrorism. Διαθέσιμο σε: https://icct.nl/publication/recognition-talibans-international-legal-status/

The Seventh International Conference of American States. (1933, Δεκέμβριος 26). Convention on Rights and Duties of States. Montevideo. p. 25.  Διαθέσιμο σε: https://treaties.un.org/pages/showdetails.aspx?objid=0800000280166aef.

Thomas, C. A. (2014, Απρίλιος 7). The Uses and Abuses of Legitimacy in International Law. Oxford Journal of Legal Studies, Vol. 34 (No. 4), pp. 729-758. doi:10.1093/ojls/gqu008. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/24562832.

U.N. GAOR 3rd Comm. 45th Session. (1990). A/RES/45/150, supp. No. 49, §4, U.N. Doc A/45/49, p. 254 Διαθέσιμο σε: https://undocs.org/A/45/49.

Vienna Convention on Diplomatic Relations. (1961, Απρίλιος 2018). Vienna. United Nations, Treaty Series, Vol. 500, p. 95. Διαθέσιμο σε: https://treaties.un.org/Pages/ViewDetails.aspx?src=IND&mtdsg_no=III-3&chapter=3&clang=_e.

Πηγή εικόνας, the Wall Street Journal: https://www.wsj.com/articles/afghan-forces-free-hostages-held-by-taliban-1534760132