Loading...
Ιστορία και Πολιτισμός

Δόγμα Μονρόε και Ανατολικό ζήτημα: Η μετατόπιση του γαλλοβρετανικού αποικιακού ανταγωνισμού

Γράφει η Στυλιανή Ράπτη

Σήμερα, οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου απολαμβάνουν σχετική ελευθερία κατά τη διαχείριση προβλημάτων της εσωτερικής και εξωτερικής τους πολιτικής. Στο παρελθόν, η ιστορία έχει δείξει ότι τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Σύνολα κρατικών οντοτήτων έτειναν να ακολουθούν μια συμβατή πορεία σε ορισμένους τομείς, ενώ κάποια άλλα βρίσκονταν είτε σε πλήρη άγνοια είτε συμμετείχαν σε μικρό ποσοστό. Η αποικιοκρατία, η επέκταση δηλαδή ενός κράτους και η δημιουργία αποικιών σε μια ξένη περιοχή, αποτελεί μια πρακτική που υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης..

            Η αρχή του φαινομένου δεν είναι απόλυτη ούτε είναι βέβαιο ποια χώρα αποτέλεσε το πρώτο αποικιακό κράτος. Μετακινήσεις παρατηρούνται από τον μακρινό 14ο αιώνα, και συγκεκριμένα από την Ιταλία και τη Γερμανία (Wiesner- Hanks, 2008, σ.18-19). Ωστόσο, η ανακάλυψη της Αμερικής, το 1492, σήμανε μια νέα αποικιακή πραγματικότητα. Πρώτα η Ισπανία, η Πορτογαλία και, στη συνέχεια, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία επιδόθηκαν σε έναν σκληρό αποικιοκρατικό αγώνα, καταλαμβάνοντας περιοχές του Νέου Κόσμου και δημιουργώντας εκεί αποικίες, με τις οποίες διατηρούσαν έπειτα εμπορικές —και όχι μόνο— σχέσεις. Παράλληλα με την ανάπτυξη του εμπορίου και της αποικιοκρατίας, η αμφισβήτηση της εκκλησιαστικής δύναμης με τη Μεταρρύθμιση, η λήξη των πολέμων διαδοχής και οι Συνθήκες της Βεστφαλίας (17ος αιώνας) και μετέπειτα της Ουτρέχτης (18ος) οδήγησαν σε ένα νέο καθεστώς, αυτό των εθνών-κρατών (Wiesner-Hanks, 2008, σ. 92). Συγκεκριμένα, κρατικές πλέον οντότητες θα συνυπήρχαν ανεξάρτητα σε ένα διεθνές σύστημα, για τη διατήρηση του οποίου θα ακολουθούνταν κάποιοι κανόνες, πρόγονοι του Διεθνούς Δικαίου, όπως προέκυψαν από τα παραπάνω Συνέδρια.

            Ταυτόχρονα, όμως, με την ανάπτυξη της αποικιοκρατίας και του εμπορίου, που οδήγησαν στην εκτόνωση της οικονομίας των κρατών, ιδιαίτερα μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, αυξήθηκε και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Καθώς η Πορτογαλία βγήκε γρήγορα από το προσκήνιο και ενώ η δύναμη της Ισπανίας έφθινε σταδιακά, οι δύο γειτονικές χώρες, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, αποτέλεσαν τις δύο κυριότερες αποικιοκρατικές δυνάμεις, αλλά συνάμα και τους κυριότερους ανταγωνιστές. Η Γαλλία, μια παραδοσιακή, πολυπληθής και ισχυρή μοναρχία, τουλάχιστον πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, έβλεπε τις αποικίες ως μια επιχείρηση, ως έναν τρόπο κάλυψης των αναγκών της μητρόπολης, αλλά και ως πηγή εθνικού κύρους (Hardy, 1953, σ. 13-14). Για τη Μεγάλη Βρετανία, οι αποικίες ήταν στην αρχή ένα πλεονέκτημα ενάντια στις μεγάλες μοναρχίες, όπως η Αυστρία και η Γαλλία, ενώ στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε σημαντική πηγή εισοδήματος και δύναμης. Η Μεγάλη Βρετανία εξελίχθηκε σε ναυτικό και αποικιακό κολοσσό, που κατά γενική παραδοχή μόνο η Γαλλία με τα ναυπηγεία και τη στρατιωτική της δύναμη μπορούσε να απειλήσει (Bridge-Bullen, 1991, σ. 66).

            Και οι δύο δυνάμεις επεκτάθηκαν στην Αμερική. Η Γαλλία συμπεριελάμβανε στο δίκτυο της τον Καναδά, τις Αντίλλες, τη Λουϊζιάνα και αργότερα τη Μαδαγασκάρη (Hardy, 1953, σ. 14). Η Βρετανία είχε και αυτή τμήματα της Αμερικής υπό τον έλεγχο της. Σύντομα θα επεκταθεί και σε άλλες περιοχές, όπως η Αφρική. Σημαντική δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού και πρώτων υλών, άρα και πολύ σημαντικό στόχο για την Βρετανία, θα αποτελέσει η Ινδία. Για την υποταγή της τελευταίας, θα χρειαστούν σκληροί αγώνες εκ μέρους της Βρετανίας. Με την ολοκλήρωση τους και μέσα μόλις σε έναν αιώνα, η Ινδία θα φτάσει να απορροφά το σύνολο σχεδόν της βιομηχανίας βάμβακος της Βρετανίας, γενόμενη μια από τις σημαντικότερες αποικίες της (Carrington, 1968, σ. 152).

Η Γαλλία ακολούθησε σε πολλές περιπτώσεις το παράδειγμα της Βρετανίας, δημιουργώντας έτσι έναν ισχυρό ανταγωνισμό, που θα εκτυλισσόταν σχεδόν για τρεις αιώνες. Οι δύο χώρες θα συγκρουστούν στην Αμερική, στην Ινδία (Carrington, 1968, σ. 64) και στην Αφρική. Ο επταετής πόλεμος στις ακτές της βόρειας Αμερικής θα αφήσει τη Γαλλία με ρεβανσιστικές τάσεις, ενώ θα επιβεβαιώσει τη δύναμη της Βρετανίας. Ακόμα και ο Ναπολέοντας, ο μεγάλος στρατηλάτης, θα κινηθεί εναντίον της Βρετανίας, μέσω της εκστρατείας του στην Αίγυπτο, προσπαθώντας να φτάσει στην Ινδία. Αργότερα, θα επιβάλει ηπειρωτικό αποκλεισμό κατά του νησιού. Τα αποτελέσματα της περιπέτειας του Ναπολέοντα είναι γνωστά.

Γνωστά είναι και τα αποτελέσματα της Αμερικάνικης Επανάστασης που ξέσπασε το 1775. Η Βρετανία αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ως ανεξάρτητες τις εξεγερμένες αποικίες, ενώ, ως απόρροια και της Επανάστασης και του επταετούς πολέμου, έχασε και την Ιρλανδία και τις Ανατολικές Ινδίες. Η Γαλλία, παρά την ευχαρίστηση που εξέλαβε από την εξέλιξη της Αμερικανικής Επανάστασης, σύντομα βυθίστηκε στη δίνη των οικονομικών και κοινωνικών της προβλημάτων, που οδήγησαν στην Επανάσταση του 1789 και στους Ναπολεόντειους πολέμους. Το έντονο ταρακούνημα που βίωσαν οι μοναρχίες μετά την ήττα του Ναπολέοντα και ο φόβος των λαϊκών εξεγέρσεων οδήγησαν στη λήψη μέτρων και στην απόφαση της ολικής παλινόρθωσης των καθεστώτων, κατά το Συνέδριο της Βιέννης, το 1815.

Παρά το γεγονός ότι η περίοδος που ακολούθησε από το 1815 μέχρι το 1914 δεν άλλαξε δραματικά το status quo της Ευρώπης, το Συνέδριο της Βιέννης δεν μπόρεσε να εμποδίσει τα εθνικιστικά κινήματα και τις επαναστάσεις των δεκαετιών του 1820 και του 1830. Η Νάπολη, η Ισπανία, η Ελλάδα και το Βέλγιο διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους, με την Ελλάδα να γίνεται τελικά κράτος, μετά από μια δεκαετία επαναστάσεως. Την ανεξαρτησία τους διεκδίκησαν και οι Λατινικές Χώρες της Αμερικής, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να εποφθαλμιούν παρέμβαση (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 54).

Το Δόγμα Μονρόε (2 Δεκεμβρίου 1823) με αφορμή την επανάσταση στη Λατινική Αμερική, την οποία οι ΗΠΑ είχαν αποδεχθεί, απέκλειε κάθε ενδεχόμενο ξένης παρέμβασης. Συγκεκριμένα, το Δόγμα Μονρόε, που πήρε το όνομά του από τον εκφραστή του, τον πρόεδρο Τζέιμς Μονρόε, πρέσβευε ότι «η αμερικάνικη ήπειρος δεν αποτελούσε έδαφος μελλοντικής αποικιοποίησης από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα θεωρούσαν κάθε απόπειρα των ευρωπαϊκών Δυνάμεων να επεκτείνουν το πολιτικό τους σύστημα σε οποιαδήποτε τμήμα του αμερικανικού ημισφαιρίου ως επικίνδυνο για τη ειρήνη και για την ασφάλεια της Αμερικής και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επενέβαιναν στις αμερικάνικες Αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών, ούτε θα συμμετείχαν σε πολέμους μεταξύ ευρωπαϊκών δυνάμεων, παρά μόνο στην περίπτωση που διακυβεύονταν τα δικαιώματα τους» (Χριστοδουλίδης, 2004, σ. 57).

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αποικιοκρατική δραστηριότητα των ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε λήξει στην Αμερική. Όχι όμως και η προθυμία τους για αναζήτηση νέων. Η Βρετανία ήθελε να διατηρήσει τα κεκτημένα της, ενώ η Γαλλία ήθελε να ανακτήσει την παλιά της αίγλη. Πεδίο συμφερόντων έγιναν αποκλειστικά σχεδόν η Άπω Ανατολή, η Αίγυπτος και, φυσικά, η Ινδία. Η αναζήτηση διόδων για αυτές τις περιοχές κατέληγε σχεδόν πάντα στη Μεσόγειο, δηλαδή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα, που το 1821 κήρυξε την ανεξαρτησία της από το Σουλτάνο. Το «ανατολικό ζήτημα», το μέλλον δηλαδή της υπό κατάρρευση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πέρα από οικονομικό, είχε και γεωπολιτικό χαρακτήρα. Ο έλεγχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και η δημιουργία κρατών-δορυφόρων, θα οδηγούσε και στην εξασφάλιση των αποικιοκρατικών και εμπορικών συμφερόντων στις εν λόγω περιοχές.

Η μετατόπιση του ανταγωνισμού αυτού, παράλληλα με την εμφάνιση της Ρωσίας, οδήγησε στην ανάληψη πρωτοβουλιών τόσο στο ελληνικό ζήτημα όσο και γενικότερα στην κινητοποίηση της ευρωπαϊκής διπλωματίας, στην περιοχή των Βαλκανίων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δραστηριοποιήθηκαν η καθεμία για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων, αλλά ταυτόχρονα και για την αποσόβηση μιας σύρραξης μεγάλης κλίμακας. Το ζήτημα των αποικιών θα συνεχίσει να ταλανίζει διακριτικά τις σχέσεις των κρατών και συγκεκριμένα της Γαλλίας και της Βρετανίας, σχεδόν ολόκληρο τον 18ο και 19ο αιώνα. Με την έλευση και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα ενταθούν και τα αντιαποικιακά κινήματα. Το σταδιακό τέλος του φαινομένου θα παρατηρηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι αποικίες θα διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους από τις μητροπόλεις, οδηγώντας ακολούθως στην ανάδυση του λεγόμενου «τρίτου κόσμου».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

F.R. Bridge- R. Bullen (1991), Οι μεγάλες δυνάμεις και το ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα, 1815-1914, Θεσσαλονίκη: παρατηρητής.

C.E. Carrington (1968), The British Overseas, exploits of a nation shopkeeper, part one: Making of the empire, Μεγάλη Βρετανία: εκδόσεις: Cambridge University Press.

Georges Hardy (1953), Histoire sociale de la colonisation française, Παρίσι: εκδόσεις Larose.

Merry E. Wiesner-Hanks (2008),Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη, 1450- 1789, εκδόσεις: Ξιφαράς.

Χριστόφορος Χριστοδουλίδης (2004), Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων, από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες, τόμος δεύτερος, Αθήνα: εκδόσεις: Ι. Σιδέρης.