του Μάριου Νομικού
Η υπόθεση Κατάρ-Μπαχρέιν αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από τις σπουδαιότερες υποθέσεις που ανέλαβε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με θαλάσσιες οριοθετήσεις, κυριαρχία επί νησιών, ζητήματα υφαλοκρηπίδας και έναν αριθμό θεμάτων που αφορούν το διεθνές δίκαιο. Πολλοί θεωρούν την υπόθεση σημαντικό εργαλείο ανάλυσης για τα Ελληνοτουρκικά θέματα, ενώ άλλοι υποβαθμίζουν την σημασία της. Όπως και να έχει όταν μία τέτοια υπόθεση καταφέρνει να φτάσει στη Χάγη και μάλιστα να υπάρξει απόφαση από το δικαστήριο αποτελεί από μόνο του σημαντικό γεγονός και αφορμή για ανάλυση των αποφάσεων που πάρθηκαν.
Η υπόθεση Κατάρ-Μπαχρέιν αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από τις σπουδαιότερες υποθέσεις που ανέλαβε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με θαλάσσιες οριοθετήσεις, κυριαρχία επί νησιών, ζητήματα υφαλοκρηπίδας και έναν αριθμό θεμάτων που αφορούν το διεθνές δίκαιο. Πολλοί θεωρούν την υπόθεση σημαντικό εργαλείο ανάλυσης για τα Ελληνοτουρκικά θέματα, ενώ άλλοι υποβαθμίζουν την σημασία της. Όπως και να έχει όταν μία τέτοια υπόθεση καταφέρνει να φτάσει στη Χάγη και μάλιστα να υπάρξει απόφαση από το δικαστήριο αποτελεί από μόνο του σημαντικό γεγονός και αφορμή για ανάλυση των αποφάσεων που πάρθηκαν.
Η σπουδαιότητα της υπόθεσης έγκειται στο ότι αρχικά ένα τόσο σημαντικό ζήτημα έφτασε στη Χάγη. Τα κράτη σχεδόν όλες τις φορές όταν έχουν κάποια αντιδικία προτιμούν, είτε να βρίσκουν κάποια συμβιβαστική λύση μεταξύ τους, είτε να μην προχωρούν σε καμία λύση και να αφήνουν το τα θέματα άλυτα (Ελλάδα-Τουρκία). Ο λόγος είναι ότι δεσμεύονται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων και έτσι μία απόφαση με δυσμενείς όρους για το ένα από τα δύο κράτη αποτελεί διπλωματική και πολιτική ήττα που κανένα δεν θέλει να πάρει το ρίσκο βλέποντας την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Ακόμη οι αποφάσεις των δικαστηρίων αποτελούν πηγή του δικαίου όπως το έθιμο και οι διεθνείς συμβάσεις στενεύοντας τον κλοιό για τα κράτη στο πως μπορούν να δρουν στο διεθνές περιβάλλον. Έτσι κάθε φορά που βγαίνει μία απόφαση από τη Χάγη ή από ad hoc διαιτητικό οι μελετητές του διεθνούς δικαίου ετοιμάζονται για ανάλυση. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στην υπόθεση Κατάρ-Μπαχρέιν.
Η πρώτη φάση στην όλη διαδικασία που ακολούθησε ήταν το 1991 η αίτηση του Κατάρ στο Διεθνές δικαστήριο ενάντιων του Μπαχρέιν. Έτσι ήταν αναγκαίο να εξετάσει το δικαστήριο αν θα ανελάμβανε την υπόθεση καθότι όπως ήταν αναμενόμενο το Μπαχρέιν έθεσε ζήτημα δικαιοδοσίας. Τα κυριότερα αιτήματα του Κατάρ αφορούσαν τον καθορισμό θαλάσσιων συνόρων- υπεδάφους αλλά και την κυριαρχία νησιών όπως τα Hawar που βρίσκονται κοντά στο Κατάρ. Το Μπαχρέιν υποστήριξε ότι έχει εκείνο την κυριαρχία των Hawar αλλά και όλων των νησιών που ήταν στο Αρχιπέλαγος του Μπαχρέιν. Το δικαστήριο τεκμηρίωσε τον λόγο που τελικά του έδινε την αρμοδιότητα να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Παλαιότερα γράμματα και επιστολές που είχαν ανταλλάξει με το Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας θεωρήθηκαν διεθνείς συμφωνίες καθώς δέσμευαν τα συμβαλλόμενα όπως προέκυψε μέρη. Με αυτόν τον τρόπο οι διαδικασίες προχώρησαν και το δικαστήριο αποφάνθηκε για πολύ σημαντικά και ζωτικής σημασίας για τις δύο αυτές χώρες ζητήματα. Η ανάλυση όλων εκείνων για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο μόνο σύγχυση μπορούν να προκαλέσουν, έτσι θα γίνει αναφορά σε αυτά που έδωσαν την σπουδαιότητα στην υπόθεση.
Πρώτα πρώτα σε μία τέτοια υπόθεση λύνονται κατά βάση οι θαλάσσιες διαφορές που συνεπάγονται οριοθετήσεις επί των θαλασσίων συνόρων, καθορισμός ΑΟΖ και ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. Οι συμβάσεις του 1958, το Montego Bay του 1982 (Το Κατάρ δεν είχε επικυρώσει την σύμβαση τότε) μαζί με το εθιμικό δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις ορίζονται ως το εφαρμοστέο δίκαιο σε τέτοιες περιπτώσεις. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτό το κανονιστικό πλαίσιο λήφθηκαν οι αποφάσεις για τον καθορισμό αλλά και την κυριαρχία πάνω στη νήσο Janar, Zubarah στους υφάλους Dibal-Qitar Jaradah. Το Μπαχρέιν που είχε αρνητική στάση αρχικά στο να δώσει αρμοδιότητα εκδίκασης στη Χάγη τελικά έφυγε αρκετά κερδισμένο από την απόφαση αν και το Κατάρ ήταν αυτό που αρχικά έκανε την προσφυγή και πήρε την πρωτοβουλία για να υπάρξουν διακριτά και μόνιμα θαλάσσια σύνορα ανάμεσα στα δύο αυτά κράτη. Το δικαστήριο έδωσε μεγάλη σημασία στο εθιμικό δίκαιο και την de facto δραστηριότητα που είχαν τα κράτη στις θαλάσσιες περιοχές-νησιά-υφάλους αναδεικνύοντας κατά πολλούς τη σημασία του εθίμου ως πρωταρχική πηγή του δικαίου πράγμα που προκαλεί σκέψεις στη Ελληνοτουρκική υπόθεση και τη Τουρκική αμφισβήτηση στο Αιγαίο.
Επί των νήσων Hawar που βρίσκονται ακριβώς δίπλα στο Κατάρ τελικά δόθηκαν στο Μπαχρέιν πράγμα που στο χάρτη με μία πρώτη όψη φαντάζει αλλόκοτο και αξίζει σχολιασμού. Το Ηνωμένο Βασίλειο παλαιότερα είχε αναφερθεί ότι αυτά άνηκαν στο Μπαχρέιν χωρίς βέβαια να υπάρχει άμεση νομική ισχύ σε αυτόν τον ισχυρισμό. Άξιο αναφοράς είναι και η έντονη δραστηριότητα του Μπαχρέιν διαχρονικά πάνω στα νησιά. Αυτό όμως που έδωσε τα νησιά στο Μπαχρέιν ήταν οι επιστολές που είχαν ανταλλάξει οι χώρες αναφερόμενες στο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποφάσιζε για την τύχη των νήσων. Έτσι γίνεται κατανοητή η σημασία των εγγράφων κειμένων και η προσοχή που θα πρέπει να δίνεται από τα κράτη όταν αυτά φτάνουν σε διαδικασία επίλυσης διαφορών. Τα κράτη έχουν συνέχεια με τις συμφωνίες και τις de facto κινήσεις που δηλώνουν κυριαρχία να μπορούν να καθορίσουν αποφάσεις.
Τέλος κάτι που παρατηρείται και στη Ελληνοτουρκική διαφωνία είναι ο όρος “ειδικές περιστάσεις” όπως προβλέπει η τελευταία σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας. Το Μπαχρέιν είχε χρησιμοποιήσει τον όρο για το θέμα του Qitar Jaradah για τον καθορισμό γραμμών ίσης απόστασης πράγμα που ωφελούσε το Μπαχρέιν. Στο Ελληνικό ζήτημα η γειτονική χώρα έχει κάνει αναφορά στον όρο αυτό. Η μελέτη αποφάσεων όμορων με τα Ελληνοτουρκικά δίνει στους μελετητές, αν όχι μία ικανότητα ανάγνωσης της πορείας που θα ακολουθούσε το δικαστήριο, τότε σίγουρα εμπειρίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν και να κάνουν σοφότερους αυτούς που διαχειρίζονται την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Συμπερασματικά οι διεθνείς σχέσεις έχοντας ανεβεί στο άρμα της ρεαλιστικής προσέγγισης που μεσουρανεί και θα αναπτύξει ακόμα μεγαλύτερο ρεύμα, απαιτούν ακαδημαϊκή γνώση από τις ηγεσίες και πολύ λεπτούς χειρισμούς. Διαφορές κρατών όπως αυτή που ψηλαφίστηκε στο παρόν κείμενο φανερώνουν έκδηλα την σοβαρότητα και την οργάνωση της διεθνούς κοινότητα στο κανονιστικό πλαίσιο επίλυσης διαφορών μεταξύ κρατών. Έτσι και εμείς οφείλουμε να δίνουμε την κατάλληλη προσοχή και σημασία στην διαχείριση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής που χρονίζουν και ανά καιρούς ξαναέρχονται στο προσκήνιο.