Γράφει ο Δημήτρης Πανταζής
Την τελευταία περίοδο, η ανάδυση μίας νέας και διαρκούς έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αναφορικά με τα ζητήματα οριοθέτησης των θαλασσιών ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ανοίγει μία συζήτηση στα ΜΜΕ ως προς τις επιλογές της χώρας για την επίλυση της διμερούς αυτής διαφοράς. Η Αθήνα, στον τομέα της επίσημης εξωτερικής της πολιτικής, εφαρμόζοντας μία κατευναστική αλλά και προσεκτική ρητορική, δηλώνει ότι δεν αποκλείει την «παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), προκειμένου να μη διαιωνισθεί η διαφορά». Λαμβάνοντας υπόψιν την παραπάνω θέση, η περαιτέρω συζήτηση γύρω από την επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο ΔΔΧ ανακινεί ερωτήματα ως προς την αποδοχή τόσο της αρμοδιότητας όσο και των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου. Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να προσεγγίσει θεσμικά αλλά και κριτικά αυτά τα δύο ζητήματα.
Κατά κοινή ομολογία, οι διακρατικές σχέσεις κατακλύζονται από διενέξεις. Προς αποφυγή της επανάληψης των βιαιοτήτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μεταπολεμική διεθνής κοινότητα αφοσιώθηκε στη δημιουργία ενός οικουμενικού συστήματος ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, που μπορούν να προκαλέσουν κρίσεις μεταξύ των κρατών. Η διευθέτηση των διαφορών αντλείται από τον ίδιο το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (εφεξής ΧαρτΗΕ), με τον οποίο, τα ενδιαφερόμενα μέρη μίας διαφοράς είναι δυνατό να καταφεύγουν τόσο σε διπλωματικής φύσεως μέσα επίλυσης, όσο και νομικά μέσα επίλυσης (διαιτησία, δικαστικός διακανονισμός).
Αναφορικά με τα νομικά μέσα και προκειμένω ο ίδιος ο ΟΗΕ να προασπίσει τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης, προέβλεψε στο Κεφ. 14/ΧαρτΗΕ την ύπαρξη και λειτουργία Διεθνούς Δικαστηρίου. Το Άρθρο 93/ΧαρτΗΕ περιγράφει ρητά ότι όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ αποδέχονται αυτοδίκαια το Καταστατικό του ΔΔΧ (εφεξής ΚατΔΔ). Αυτό ωστόσο δε σημαίνει ότι αποδέχονται και τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ ipso facto (εξ’ορισμού). Ως δικαιοδοσία ορίζεται η ικανότητα/αρμοδιότητα ενός δικαστικού οργάνου να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις, που βασίζονται σε κανόνες δικαίου, για ένα ή περισσότερα μέρη τα οποία αντιδικούν.
Στο σημείο αυτό προκύπτει το πρώτο ερευνητικό ερώτημα.
Πότε το ΔΔΧ έχει την ικανότητα/αρμοδιότητα να εκδικάζει υποθέσεις;
Για την παραπομπή μίας υπόθεσης ενώπιον του ΔΔΧ απαιτείται (α) αρμοδιότητα ως προς τα διάδικα μέρη (rationae personae) και (β) αρμοδιότητα ως προς την ύλη (rationae materiae). Το Δικαστήριο δηλαδή θα επιληφθεί μιας διαφοράς μόνον εφόσον οι διάδικοι είναι κυρίαρχα κράτη (Άρθρο 34§1/ΚατΔΔ) και αφού διαπιστώσει, αφενός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη συναινούν στην υποβολή μίας υπόθεσης ενώπιόν του, αφετέρου πως η υπόθεση αυτή εμπίπτει σε ένα σύνολο ζητημάτων που απορρέουν από τις καταστατικές του αρμοδιότητες (Άρθρο 36§1-2/ΚατΔΔ).
Η συναίνεση αποτελεί εξέχον στοιχείο της δικαιοδοτικής διαδικασίας και μπορεί να θεμελιωθεί με τους ακόλουθους τρόπους:
- Συμβατική αποδοχή της αρμοδιότητας του ΔΔΧ (Άρθρο 36§1/ΚατΔΔ), που προκύπτει είτε μέσω ενός μεμονωμένου συνυποσχετικού (ειδική συμβατική αποδοχή της αρμοδιότητας του ΔΔΧ επί συγκεκριμένης διαφοράς), είτε από μία Συνθήκη (της οποίας οι διατάξεις προσδίδουν στο ΔΔΧ την απαραίτητη αρμοδιότητα να εκδικάσει μία διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών της).
- A priori (εκ των προτέρων) αποδοχή του προαιρετικού χαρακτήρα της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ (Άρθρο 36§2-3/ΚατΔΔ) από τα κράτη, μέσω μίας δήλωσης με την οποία αναγνωρίζουν στο δικαστήριο, συνήθως για ορισμένο χρονικό διάστημα, την αρμοδιότητα να εκδικάζει υποθέσεις που εμπίπτουν σε θέματα ερμηνείας συνθηκών, διεθνούς δικαίου, παραβιάσεις διεθνούς υποχρέωσης ή και αποζημιώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση επισημαίνεται ότι τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν επιφυλάξεις επί συγκεκριμένων θεμάτων κατά την αποδοχή. Η Ελλάδα για παράδειγμα έχει αποδεχθεί μεν την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αλλά με ορισμένες εξαιρέσεις, που επιγραμματικά αφορούν την εδαφική ακεραιότητα, την άμυνα και την ασφάλεια.
- Σιωπηρή παρέκταση της a priori αποδοχής του προαιρετικού χαρακτήρα της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔΧ, πέρα από το ορισμένο χρονικό διάστημα.
- Forum prorogatum (προέκταση δικαιοδοσίας), ως η συναίνεση που προκύπτει με έμμεσο ή ανεπίσημο τρόπο. Για παράδειγμα, εάν το κράτος x προβεί σε μονομερή προσφυγή στο ΔΔΧ κατά του κράτους y και το κράτος y, χωρίς να έχει επίσημα συναινέσει, δράσει με τέτοιο τρόπο ή με μία σειρά πράξεων που να αποδεικνύουν την έμμεση συμμετοχή του στη διαδικασία, είναι δυνατό να θεμελιωθεί αυτοδικαίως αποδοχή αρμοδιότητας του ΔΔΧ. Στην περίπτωση της μονομερούς προσφυγής της Ελλάδος κατά της Τουρκίας στο ΔΔΧ το 1976, αναφορικά με το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η Τουρκία επισήμανε ότι παρόλο που είχε έμμεση συμμετοχή με υπομνήματα στη διαδικασία, αυτό δε συνιστούσε forum prorogatum. Το Δικαστήριο έτσι αρνήθηκε την ύπαρξή αρμοδιότητάς του και για αυτό δεν υπεισήλθε τότε στην εξέταση της διαφοράς.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην περίπτωση επιλογής νομικών μέσων, η δικαιοδοσία των οργάνων που επιλύουν μία διαφορά έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Εδώ προκύπτει το δεύτερο ερώτημα.
Είναι σεβαστές οι αποφάσεις του ΔΔΧ;
Υπό θεσμικής σκοπιάς ναι. Το αυξημένης τυπικής ισχύος ΚατΔΔ προβλέπει το υποχρεωτικό, το οριστικό και το ανέκκλητο της απόφασης για τα αντίδικα μέρη (Άρθρα 59-60/ΚατΔΔ). Επιπλέον το Άρθρο 94§1/ΧαρτΗΕ καλεί όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου. Τονίζεται επίσης ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 94§2/ΧαρτΗΕ, αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων από το Διεθνές Δικαστήριο, στις περιπτώσεις που «[…] ένας αντίδικος σε μία υπόθεση δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται […], ο άλλος αντίδικος δικαιούται να καταφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να κάνει συστάσεις ή να αποφασίσει για τα μέτρα που θα ληφθούν, ώστε να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση.»
Στην πράξη, η αντίληψη περί σεβασμού των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική. Αν και οι περιπτώσεις μη τήρησης των αποφάσεων του ΔΔΧ μέχρι και σήμερα είναι ελάχιστες, κανείς φυσικά δεν μπορεί να εγγυηθεί για παράδειγμα, ότι μία πιθανώς ευνοϊκή για την Ελλάδα απόφαση θα γίνει πλήρως σεβαστή και από την Τουρκία. Ο σεβασμός του δικαίου και της νομολογίας πρέπει να αποτελούν για τη διεθνή κοινότητα πρωταρχικές επιδιώξεις. Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει η τελευταία να προσαρμοστεί στην απαισιόδοξη αντίληψη ότι το περιβάλλον θα είναι εσαεί χαώδες και πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να επικρατήσει το δίκαιο, πάρα μόνον η βούληση του ισχυρού. Παρά ταύτα είναι εμφανές ότι η παγκόσμια κοινωνία διαρκώς επιδιώκει να θεσπίζει, μέσα από την πρακτική των υπερεθνικών μορφωμάτων, τα αναγκαία εργαλεία και μέσα ώστε να επιλύονται οι διαφορές δίχως τη χρήση βίας. Ωστόσο ένα είναι απολύτως βέβαιο: Η διαφύλαξη της αρμονικής συνύπαρξης έγκειται μεν στην αποκλειστική βούληση των κρατών, απαιτείται δε η μεγιστοποίηση της συλλογικής αποφασιστικότητας της διεθνούς κοινωνίας.
Βιβλιογραφία
- Παζαρτζή, Φ. (2015). Η Δικαιοδοτική Λειτουργία στο Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ 23-36
- Ρούκουνας, Ε. (2015). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 561-566
- Σαρηγιαννίδης, Μ. (2015). Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, Βασικά Νομοθετήματα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σσ.17-69
- ΥΠΕΞ, Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, https://www.mfa.gr/zitimata-ellinotourkikon-sheseon/ (5/2/20)
- IC Judgment upon Aegean Sea Shelf Continental Case on 19 Dec 1978 (διαθέσιμο: https://www.icj-cij.org/files/case-related/62/062-19781219-JUD-01-00-EN.pdf) (5/2/20)