γράφουν οι Λεωνίδας και Αναστάσης Ασημακόπουλος
Καθημερινά δημιουργούνται διαφωνίες από την άσκηση των δραστηριοτήτων των πολιτών και των εταιρειών σε πλήθος ζητημάτων. Κατά μεγάλο ποσοστό οι διαφωνίες καταλήγουν στις δικαστικές αίθουσες προκειμένου να δοθεί οριστική λύση, χωρίς να εξετάζεται η δυνατότητα άμεσης επίλυσης τους μέσω του διαλόγου. Αυτή η πρακτική έχει σαν αποτέλεσμα οι αστικές και εμπορικές διαφορές που είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική ζωή και την ευημερία των πολιτών να επιλύονται με μεγάλο κόστος (χρηματικό και χρονικό) πρωτίστως για τους διαδίκους αλλά και για την πολιτεία.
Η αμετάκλητη απόφαση σε μια υπόθεση μπορεί εκδοθεί εντός 5 ή 6 ετών, χρονικό διάστημα το οποίο είναι εξαιρετικά μεγάλο, αν αναλογιστούμε ότι οι αστικές και εμπορικές διαφορές πρέπει να επιλύονται άμεσα ώστε τα μέρη να συνεχίζουν απρόσκοπτα τις δραστηριότητες τους χωρίς την αναμονή της δικαστικής απόφασης.
Η απόφαση αυτή τελικά θα δικαιώσει το ένα από τα δύο μέρη, πιθανώς όχι με τον τρόπο που ο διάδικος που νίκησε προσδοκούσε και αποδυναμώνει το άλλο μέρος σε σημείο που πιθανώς να τίθεται στο περιθώριο ή ακόμα και εκτός των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Με αφορμή τον νέο νόμο για την επίλυση των μικροδιαφορών και των αστικών, εμπορικών, και διασυνοριακών διαφορών 4060/2019 που τροποποίησε τον νόμο 4512/2018 θα αναφερθούμε στο συγκεκριμένο άρθρο στη διαμεσολάβηση, ένα θεσμό με μακρά ιστορία ανά τους αιώνες.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά, τι είναι η διαμεσολάβηση; Αποτελεί μέθοδο εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, όπου τα μέλη προσέρχονται εκουσίως μαζί με τους δικηγόρους τους στη συγκεκριμένη διαδικασία και με την καθοδήγηση και συμβολή ενός ανεξάρτητου διαμεσολαβητή, ο οποίος έχει εκπαιδευτεί μέσα από εξειδικευμένο πρόγραμμα, να ελέγξουν και να διαπιστώσουν που ακριβώς έγκειται αυτή η μεταξύ τους διαφορά, να σταθμίσουν τα θετικά που θα είχε η άμεση επίλυση της διαφοράς μέσω της διαμεσολάβησης σε σχέση με την πολυέξοδη δικαστική οδό και να καταλήξουν σε συμφωνία που θα αποκομίζουν και τα δύο μέρη αυτά που δεν μπορούσαν λόγω της μεταξύ τους διαφοράς.
Η διαμεσολάβηση ξεκινά να υπάρχει ήδη από την απαρχή των ανθρώπινων κοινωνιών λόγω των προβλημάτων που ανέκυπταν σε αυτές. Υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη πανομοιότυπων διαδικασιών ήδη από την Μινωική εποχή ,όπου υπήρχαν διαιτητές και συμβιβαστές, και σε κάθε περίοδο μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, στη σύγχρονη ιστορία όπου και η διαμεσολάβηση αποκτά το νόημα που έχει και σήμερα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις Η.Π.Α. και έπειτα στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία και από εκεί διαδόθηκε ο θεσμός σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Στην Ευρώπη εκδόθηκε η Οδηγία 2008/52/ΕΚ που θα αναλύσουμε παρακάτω για την διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα με δύο νόμους τον 3898/2010 και τον νόμο 4640/2019 που τροποποίησε τον νόμο 4512/2018 και ουσιαστικά μετέβαλλαν σε μεγάλο βαθμό τον πρώτο νόμο που ενσωμάτωσε τη σχετική οδηγία.
Η οδηγία αυτή με τα 13 άρθρα της περιλαμβάνει τους βασικούς κανόνες διαμεσολάβησης και γενικότερα το πλαίσιο στο οποίο η διαμεσολάβηση θα πρέπει να κινείται στα κράτη-μέλη, όπου και θα ενσωματωθεί. Εφαρμόζεται σε διασυνοριακές αστικές και εμπορικές διαφορές μεταξύ ατόμων, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα κατοικεί σε χώρα , που είναι μέλος της Ε.Ε., και στοχεύει με τη διαδικασία αυτή να επιταχύνει την επίλυση των προαναφερθέντων διαφορών και να περιορίσει την ταλαιπωρία και τα έξοδα των πολιτών στο ελάχιστο αποφεύγοντας την δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία των δικαστηρίων.
Η σχετική οδηγία περιλαμβάνει και κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες – κανόνες για την διασφάλιση της διαδικασίας και της ποιότητας αυτής. Πρώτον, τα κράτη-μέλη πρέπει να προχωρήσουν σε κατάρτιση διαμεσολαβητών υψηλού επιπέδου μέσα από συγκεκριμένη εκπαίδευση αυτών και δεύτερον ναπροτρέπουν οι δικαστές τα μέρη, ανάλογα με την υπόθεση, να επιδιώξουν πρώτα την επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς μέσω της διαμεσολάβησης. Προβλέπει ότι οι αποφάσεις που θα προκύπτουν θα είναι εκτελεστές, αν συμφωνούν τα μέρη και έτσι δεν θα χρειάζεται καν η παραπομπή της απόφασης στο δικαστήριο, αλλά τα αποτελέσματά της θα είναι άμεσα. Τέλος, ακόμη και να μην πετύχει και τα μέρη να μην έρθουν σε συμφωνία, δεν χάνουν το δικαίωμα να προσφύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ και όσα στοιχεία δόθηκαν από τα μέρη κατά τη σχετικήδιαδικασία δεν είναι υποχρεωτικό να προσκομιστούν έπειτα στο δικαστήριο διαμορφώνοντας έτσι κλίμα εμπιστοσύνης κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Με αποφάσεις του το δικαστήριο της ΕΕ στην υπόθεση C-75/16 Menini και Rampanelli στις 14 Ιουνίου 2017 και στις συνεκδικαθείσες υποθέσεις C-317/08 έως C-320/08 Alassini στις 18 Μαρτίου 2010 διαπιστώνει ότι ο ορισμός μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως ως προϋποθέσεως του παραδεκτού ένδικης προσφυγής δύναται να αποδειχθεί συμβατός προς την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η διαδικασία
1) δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση
2) δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος
3) αναστέλλει την απόσβεση των οικείων δικαιωμάτων και
4) δεν προκαλεί σημαντικά έξοδα
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διαμεσολάβηση ως υποχρεωτικό στάδιο πριν την προσφυγή στα δικαστήρια δεν παραβιάζει τις παραπάνω προϋποθέσεις και ούτε τον εκούσιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Επίσης: «Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι νομοθεσία όπως η ιταλική, η οποία όχι μόνο έχει προβλέψει εξώδικη διαδικασία διαμεσολαβήσεως αλλά, επιπροσθέτως, έχει καταστήσει υποχρεωτική την προσφυγή σε αυτήν πριν την προσφυγή σε δικαστικό όργανο, δεν είναι ασύμβατη προς την οδηγία».
Οι αποφάσεις αυτές είναι πολύ σημαντικές στην εφαρμογή του θεσμού στα ελληνικά δεδομένα. Το μοντέλο που ακολούθησε η νομοθεσία με τον 4640/2019 είναι το ιταλικό. Στην Ιταλία το στάδιο της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις είναι απαραίτητο σε ευρεία γκάμα αστικών και εμπορικών υποθέσεων πριν την προσφυγή των διαδίκων μερών στα δικαστήρια, όπως συμβαίνει πλέον και στην Ελλάδα. Ο στόχος της νέας εθνικής νομοθεσίας είναι σε όσο το δυνατόν περισσότερες υποθέσεις να επιλύονται με την βοήθεια των δικηγόρων των μερών αλλά και τις δεξιότητες του διαμεσολαβητή χωρίς να φτάσει στα δικαστήρια. Ο εκούσιος χαρακτήρας όπως επιβεβαιώθηκε και από το ΔΕΕ αλλά και από την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον Νοέμβριο δεν θίγεται από την θέσπιση της πρώτης συνεδρίας ως υποχρεωτικό στάδιο πριν από οποιαδήποτε απόπειρα προσφυγής στο δικαστήριο σε ευρεία γκάμα αστικών και εμπορικών υποθέσεων. Ο εκούσιος χαρακτήρας έγκειται στο γεγονός ότι τα μέρη που έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου διαπραγματεύονται ελεύθερα μεταξύ τους με στόχο την επίτευξη συμφωνίας όσο το δυνατό πιο επωφελή και για τα δύο μέρη.
Η επέκταση του θεσμού στην Ελλάδα αναμένεται να οδηγήσει σε βελτίωση του οικονομικού και συναλλακτικού κλίματος και θα επιδράσει θετικά στην δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην κοινωνία και στην οικονομία τόσο προς τον θεσμό της διαμεσολάβησης όσο και προς τον εαυτό της.
Βιβλιογραφία
European e-justice, 18/1/2019, Ανασκόπηση διαμεσολάβησης σε επίπεδο της ΕΕ https://e-justice.europa.eu/content_eu_overview_on_mediation-63-el.do
Προμηθέας” Αθηναϊκό Κέντρο Κατάρτισης και Εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών http://www.akked.gr
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης ως νέα μορφήεξωδικαστικής επίλυσης διαφορών σε εμπορικές καιαστικές υποθέσεις, Μαρία Ελ. Καβαδέλλα http://dione.lib.unipi.gr/xmlui/bitstream/handle/unipi/10582/Kavadella_Maria.pdf?sequence=1&isAllowed=y
Διαμεσολάβηση, 25/11/2019, Οι ιστορικές ρίζες της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα http://www.diamesolavisi.gov.gr/selida/oi-istorikes-rizes-tis-diamesolavisis-stin-ellada