Του Ζαχαρία Ταλίκατζη
Το δημόσιο χρέος κάθε χώρας αναφέρεται ως “απόθεμα” και αποτελεί ένα μέγεθος που μετράται σε δεδομένη χρονική στιγμή. Το άθροισμα των δανειακών αναγκών, σε μια μεγάλη σειρά ετών, και στο βαθμό που οι ανάγκες αυτές δεν έχουν εξυπηρετηθεί, αποτελεί το δημόσιο χρέος.
Στην Eλληνική πραγματικότητα, το ποσό κατά το οποίο αυξάνεται το δημόσιο χρέος από το πρώτο έτος στο δεύτερο δεν είναι ίσο με τις δανειακές ανάγκες στο πρώτο έτος. Αυτό συμβαίνει διότι ορισμένα ποσά, που προστίθενται ή αφαιρούνται από το δημόσιο χρέος, δεν εμφανίζονται στις δανειακές ανάγκες του προϋπολογισμού. Το κυριότερο από τα κονδύλια, που αφαιρούνται από το χρέος, είναι τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις. Τα κυριότερα αυτά ποσά που συνήθως αποκρύβονται είναι τα ακόλουθα:
α. Κεφαλαιακές μεταβιβάσεις στις ΔΕΚΟ. Η συμμετοχή, για παράδειγμα, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των ΔΕΚΟ δεν περιλαμβανόταν στις δανειακές ανάγκες μέχρι το 2002.
β. Κεφαλαιοποιήσεις τόκων. Αφορούν σε συμφωνίες μεταξύ του κράτους και των δανειστών του (κυρίως των τραπεζών) με βάση τις οποίες οι οφειλόμενοι τόκοι δεν καταβάλλονται στη λήξη τους, αλλά προστίθενται στο αρχικό κεφάλαιο, οπότε η εξυπηρέτησή τους μετατίθεται στα επόμενα έτη.
γ. Καταπτώσεις εγγυήσεων. Οι εγγυήσεις δίνονται από το κράτος σε τράπεζες για τα δάνεια που συνάπτουν με τις ΔΕΚΟ. Όταν οι ΔΕΚΟ αδυνατούν να εξοφλήσουν τα δάνεια, τότε οι εγγυήσεις αυτές καταπίπτουν, το κράτος αναλαμβάνει τις σχετικές υποχρεώσεις και το δημόσιο χρέος αυξάνει.
δ. Μετατρέψιμα ομόλογα. Το κράτος ανακοινώνει κάθε έτος ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων. Αντί να περιμένει την ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων αυτών, το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να επισπεύδει τη διαδικασία εκδίδοντας «προμέτοχα», δηλαδή ομόλογα, τα οποία θα μετατραπούν σε μετοχές, όταν μια Ελληνική επιχείρηση ιδιωτικοποιηθεί στο μέλλον. Το προϊόν της πώλησης των μετατρέψιμων αυτών ομολόγων χρησιμοποιείται για τη μείωση του χρέους, χωρίς όμως να θεωρείται προϊόν δανείου. Για το λόγο αυτόν, η Eurostat υποχρέωσε το 2003 την Ελλάδα να εμφανίζει την αξία των προμετoχών στο δημόσιο χρέος.
ε. Τιτλοποιήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, το Ελληνικό Δημόσιο προσδοκά ότι θα πραγματοποιήσει στο μέλλον έσοδα από ορισμένες πηγές (ΕΣΠΑ, ΚΠΣ, λαχεία, κλπ.). Σε μια προσπάθεια πάλι να επιταχύνει την αποκλιμάκωση του χρέους, το κράτος σπεύδει να προεξοφλήσει μελλοντικές προσόδους (προεισπράττει με άλλα λόγια δηλαδή τα προσδοκώμενα έσοδα από μια τράπεζα, στην οποία εκχωρεί τις αντίστοιχες απαιτήσεις του, ενώ άλλες φορές μπορεί να δίνει επιπλέον και κρατικά ομόλογα). Η μείωση του δημοσίου χρέους με αυτό τον τρόπο είναι και πάλι πλασματική, εφόσον γίνεται με μελλοντικά έσοδα. Για το λόγο αυτόν, η Eurostat επέβαλε ξανά το 2003 στην Ελλάδα να περιλαμβάνει το προϊόν των τιτλοποιήσεων αυτών στο χρέος.
στ. Repos. Το ύψος του δημοσίου χρέους αποτιμάται στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους ως η αξία των ανεξόφλητων κρατικών ομολόγων, που βρίσκονται στα χέρια τρίτων. Με τις συμφωνίες επαναγοράς, το Δημόσιο δανείζεται στο τέλος του έτους από μια τράπεζα, δίνοντας ως εγγύηση τους τίτλους εκδόσεως τρίτων. Με το προϊόν του δανεισμού, το κράτος αγοράζει κρατικά ομόλογα, που βρίσκονται σε τρίτους, επιτυγχάνοντας έτσι να εμφανίσει μικρότερο δημόσιο χρέος στο τέλος του έτους. Το επόμενο έτος, το κράτος πωλεί τα κρατικά ομόλογα στους αρχικούς κατόχους τους και με τα έσοδα εξοφλεί το δάνειο προς την τράπεζα. Συνεπώς, οι συμφωνίες αυτές αποκρύπτουν προσωρινά την πραγματική δημοσιονομική εικόνα της χώρας.
ζ. Δάνεια. Οι δαπάνες που καλύπτονται με ποσά μέσω δανείων (π.χ. για τα εξοπλιστικά προγράμματα) δεν περιλαμβάνονται στις δανειακές ανάγκες του προϋπολογισμού (η σκοπιμότητα αυτή έγινε αντικείμενο έρευνας από την Eurostat από το 1999 έως και το 2008).
η. Συναλλαγματικές διαφορές. Η υπερτίμηση του δολαρίου αυξάνει το κόστος (σε ευρώ) εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, που είναι εκφρασμένο σε δολάρια.
θ. Ανάληψη υποχρεώσεων ασφαλιστικών ταμείων. Το κράτος έχει αναλάβει την υποχρέωση να επιχορηγεί κάθε χρόνο το ΙΚΑ με ένα ποσό, που αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ.
Όλα τα παραπάνω κονδύλια, που αποτελούν στην ουσία μεθόδους τεχνητής μείωσης του πραγματικού μεγέθους του δημόσιου χρέους, συνιστούν τον άξονα της λεγόμενης «Δημιουργικής Λογιστικής». Η τελευταία αποτέλεσε τη βασική μέθοδο εκπλήρωσης των δημοσιονομικών κριτηρίων για την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Οι διορθωτικές παρεμβάσεις των κοινοτικών οργάνων μέχρι και το 2002 αύξησαν τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, που στο παρελθόν αναφερόταν με μικρότερες τιμές στο Γενικό Κρατικό Προϋπολογισμό για την παραπλάνηση της κοινής γνώμης. Το γεγονός ότι πολλά από τα κονδύλια αυτά δεν περιλαμβάνονται στις δανειακές ανάγκες συνιστά απόκλιση από την αρχή της διαφάνειας περί τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και προκαλεί συνεχείς παρεμβάσεις από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να μετράται, σε αντίθεση με τη δημιουργική λογιστική, με βάση τις επιδόσεις του κράτους στην περιστολή του πρωτογενούς ελλείμματος ή την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυτό συμβαίνει διότι η δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό επί σειρά ετών για χώρες, όπως η Ελλάδα, με υψηλό δημόσιο χρέος αποτελεί τη μια από τις δύο βασικές προϋποθέσεις για τη μείωση του χρέους της ως ποσοστού του ΑΕΠ. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η εθνική οικονομία πρέπει να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από το μέσο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού του κράτους. Οι ως άνω προϋποθέσεις είναι εξαιρετικά κρίσιμες για την επιστροφή της Ελληνικής Οικονομίας σε έναν ενάρετο κύκλο δημοσιονομικής προσαρμογής προς όφελος των επόμενων γενεών και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Από την άλλη μεριά, βλέπουμε ότι το ψηφισθέν Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ουσιαστικά καταργήθηκε από την πρόσφατη κρίση δημοσίου χρέους. Η κρίση χρέους συνέβη γιατί χώρες όπως η Ελλάδα κατάφερναν να αποκτήσουν είσοδο και πρόσβαση σε κεφάλαια με χαμηλά επιτόκια. Η χώρα μας δανείστηκε υπέρογκα χρηματικά ποσά για να χρηματοδοτήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και η έκρηξη του χρέους άγγιξε περίπου το 115% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα αντιστοιχούσε στο δυσθεώρητο 14% του ΑΕΠ (με ανώτατο όριο το 3%). Η κρίση του 2007-2008, η οποία και οδήγησε στην πιστωτική κρίση συνέβαλε στον τερματισμό της πρόσβασης σε αυτά τα κεφάλαια. Το κόστος απόκτησης νέου χρέους αυξήθηκε και οι τράπεζες και οι επενδυτές έρχονταν αντιμέτωποι με τεράστιες απώλειες αν επιτρεπόταν στην Ελλάδα να χρεοκοπήσει. Κάτι τέτοιο θα είχε βυθίσει την χώρα σε μια νέα βαθιά και καταστροφική ύφεση (πιστωτικό γεγονός).
Οι κινήσεις για την εξεύρεση ενός τρόπου αποφυγής αυτών των χρεοκοπιών οδήγησαν στη δημιουργία του ΕΤΧΣ, το οποίο στόχευε στην παροχή υποστήριξης στην Ελλάδα, η οποία ήταν αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία. Αρχικά, εξασφαλίστηκαν 750 δις. ευρώ με τη βοήθεια του ΔΝΤ. Η αρχική διάσωση της χώρας χρησιμοποίησε τα 110 δις. από αυτά. Μέχρι το Μάρτιο του 2012, οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε μια συμφωνία αποταμίευσης 529 δις. ευρώ σε κυρίως μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης. Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις του 2012-2013 οδήγησαν στη δημιουργία του λεγόμενου «δημοσιονομικού συμφώνου». Η συνθήκη αυτή έλαβε σάρκα και οστά την 1η Ιανουαρίου 2013 και είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να επιφέρει μεγαλύτερη δημοσιονομική πειθαρχία σε χώρες όπως η Ελλάς. Επιβλήθηκαν ορθώς αυστηροί κανόνες στις κρατικές δαπάνες και στο δανεισμό, που σκοπό είχαν να διασφαλίσουν ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα ήταν είτε ισοσκελισμένος είτε σε μια ιδεώδη κατάσταση, πλεονασματικός.
Σύμφωνα πάντα με την εισηγητική έκθεση του Eurogroup προς την Επιτροπή και την ΕΚΤ ( η οποία είναι εξόχως διαφωτιστική) την περίοδο του 2ου μνημονίου, το πρόβλημα της Ελλάδος εντοπίζεται όχι τόσο ως προς το κυκλικό έλλειμμα λόγω της κρίσης δημοσίου χρέους, αλλά λόγω της ύπαρξης του διαρθρωτικού ελλείμματος το οποίο αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου το έλλειμμα οφείλεται στην σπατάλη και στον υπερδανεισμό των κυβερνήσεων 1996 έως 2008 για άχρηστα μεγάλα έργα και υπερ-κοστολογημένες υποδομές έως κρατικές προμήθειες κυρίως στον τομέα της Υγείας (εξού και η ανάγκη για τη θέσπιση της «δημιουργικής λογιστικής» σε πρώτη φάση). Σύμφωνα λοιπόν με το δημοσιονομικό σύμφωνο πλέον, τα ελλείμματα αυτά δεν θα πρέπει να ξεπερνάνε το 0.5% του ΑΕΠ σε αγοραίες τιμές. Αν η Ελλάς κατά τον έλεγχο παραβεί αυτό το όριο, θα της επιβληθεί ποινή μέχρι και 0.1% του ΑΕΠ της, ενώ θα ενεργοποιείται αυτομάτως ένας μηχανισμός διόρθωσης προς επίρρωση της δημοσιονομικής ισορροπίας εφεξής.
Συμπερασματικά, αν η Ελλάς τηρούσε εξαρχής το Σύμφωνο Σταθερότητας και δεν ενέπιπτε έτσι σε μεθόδους δημιουργικής λογιστικής, θα αποκλειόταν κάθε πιθανό πρόβλημα «ελεύθερου καβαλάρη» που θα σχετιζόταν με υψηλές δαπάνες και δανεισμό σε ένα κράτος-μέλος της ΟΝΕ (όπως η Ελλάδα), καθώς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της θα υποχρεώνονταν να περιορίσουν τον προϋπολογισμό τους. Κάτι τέτοιο ουσιαστικά προσιδιάζει και στη λεγόμενη ρήτρα περί «μη διάσωσης» για προβληματικές χώρες με μη βιώσιμα επίπεδα χρέους. Αν και μια τέτοια συμφωνία θεωρητικά υπάρχει μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, δυστυχώς όμως, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η ρήτρα μη διάσωσης δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη, προς μεγάλη απογοήτευση των δημοσιονομικά συνετών κρατών της ΟΝΕ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Andrew Abel, Ben Bernanke, Dean Croushore (2010). Μακροοικονομική, Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κριτική.
-Gregory Mankiw, Mark Taylor, Andrew Ashwin (2019). Οικονομική των Επιχειρήσεων, 2η έκδοση, Εκδόσεις Τζιόλα.
-Βασίλειος Δαλαμάγκας (2003). Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική, Εκδόσεις Κριτική.
-Μιράντα Ξαφά (2020). Η Δίωξη του Ανδρέα Γεωργίου. Το Χρονικό μιας Σκευωρίας, 1η έκδοση, Εκδόσεις Φιλελεύθερος.