Γράφει ο Σταύρος Μαρτινάκης
“Der Umweltschutz hat Zukunft, weil es ohne Umweltschutz keine Zukunft gibt”
«Η προστασία του περιβάλλοντος έχει μέλλον, διότι δίχως αυτή δεν υπάρχει μέλλον»
Εισαγωγικές σκέψεις
Το δίκαιο περιβάλλοντος παρά την ολιγόχρονη —συγκριτικά με άλλα δίκαια— ύπαρξή του, αποτελείται από εξαιρετικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς επικοινωνεί και συνδέεται άμεσα με το σύνολο των λοιπών κλάδων δικαίου χωρίς να εντάσσεται απόλυτα σε κάποιον από αυτούς. Η ανωτέρω ιδιαιτερότητα φαίνεται από τη μία πλευρά να λειτουργεί υπέρ του συγκεκριμένου κλάδου δικαίου, καθώς, αφενός, εξασφαλίζεται η πολλαπλή και πολυπρισματική του κατοχύρωση και, αφετέρου, ενδυναμώνεται και ενισχύεται η προστατευτική του λειτουργία, διατηρώντας ακέραιο, σε μεγάλο βαθμό, το μοναδικό του χαρακτήρα. Ωστόσο, από μία άλλη οπτική, ενδέχεται να συγκροτεί τη μεγαλύτερη αδυναμία του, καθώς σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο καθίσταται δύσκολος ο προσδιορισμός τόσο του ορισμού του δικαίου του περιβάλλοντος, όσο και του προστατευόμενου αντικειμένου του. Η προτίμηση της περιβαλλοντοκεντρικής θεώρησης —που αντιλαμβάνεται την προστασία του περιβάλλοντος ως αξία αυτή καθαυτή ερειδόμενη στα δικαιώματα της φύσης, δικαιώματα που είναι αυτόνομα από ανθρώπινες ενέργειες— φαίνεται ως η ορθότερη επιλογή, ειδάλλως η προστασία του περιβάλλοντος θα ήταν δέσμια των συμφερόντων του ανθρώπινου παράγοντα και θα κινδύνευε να παραγκωνίζεται προς όφελος οικονομικών, κατά κύριο λόγο, σκοπιμοτήτων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φαίνεται να συνειδητοποίησε τη σημασία του εν λόγω δικαίου για το μέλλον και την τύχη της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ενέταξε την προστασία του περιβάλλοντος στους στόχους της νεόδμητης ΕΕ, το 1992, με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, με συνέπεια την έκδοση κατά κύριο λόγω οδηγιών, προκειμένου το δίκαιο του περιβάλλοντος να είναι κοινό στα κράτη μέλη της Ένωσης.
Ευρωπαϊκή Ένωση και Προστασία του περιβάλλοντος: Ιστορική Επισκόπηση
Το γεγονός ότι τα έξι κράτη μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), το 1957, δεν ενέταξαν την προστασία του περιβάλλοντος εξαρχής στους στόχους της ΕΟΚ οφείλεται στην πρόταξη της οικονομικής ενοποίησης. Άλλωστε, τα κράτη μέλη ενδεχομένως να ήταν επιφυλακτικά για την παραχώρηση αρμοδιοτήτων, ιδίως στις απαρχές του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για ένα ζήτημα που το 1957 δεν είχε λάβει τις διαστάσεις που σήμερα διαθέτει. Ενδεχομένως, η προστασία του περιβάλλοντος να μπορούσε να ενταχθεί στην πολιτική πρόβλεψη για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων της Ευρώπης. Το 1972, μετά την πρώτη διάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για το περιβάλλον πραγματοποιήθηκε διάσκεψη κορυφής στο Παρίσι, στην οποία οι κυβερνήτες των έξι τότε κρατών μελών της ΕΟΚ και των υποψηφίων μελών για πρώτη φορά διακήρυξαν ότι οι οικονομικές επιδιώξεις δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά απαιτείται η ΕΟΚ να προωθεί τη βιώσιμη ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον και με άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η ανωτέρω διακήρυξη δεν οδήγησε, ωστόσο, στην τροποποίηση των τότε ιδρυτικών συνθηκών, κάτι που υποδηλώνει την απροθυμία των κρατών μελών να ακολουθήσουν τις επιταγές που τα ίδια προσδιόρισαν. Η πρώτη ρητή και νομικά αυτοτελής δέσμευση συντελέστηκε το 1987 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία τέθηκαν τα θεμέλια για την αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ ενιαίας αγοράς και κοινωνικής ευημερίας, στην οποία εντάχθηκε και η προστασία του περιβάλλοντος. Στην ευαισθητοποίηση αυτή ενδεχομένως να συνέβαλε ότι το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) δεν παρέμεινε αδρανές το μεσοδιάστημα 1971-1987, αλλά επιχείρησε με σειρά αποφάσεων να καθιερώσει και να θωρακίσει το δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος αυτοτελώς, εντάσσοντάς το στις λοιπές εγγυήσεις του γενικού όρου «δημόσιο συμφέρον». Η απόφαση του ΔΕΚ C- 240/83 του 1985 αποτέλεσε την πρώτη απόφαση που ευθέως το ΔΕΚ δέχτηκε ότι η προστασία του περιβάλλοντος συνιστά έναν από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 καθιέρωσε επίσημα την προστασία του περιβάλλοντος ως έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της Ένωσης με την εισαγωγή, μεταξύ άλλων, της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και της επικουρικότητας, καθώς και της διαδικασίας της συναπόφασης. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης ενισχύθηκε έτι περαιτέρω με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1998, τόσο με τη ρητή αναφορά της στο γράμμα του τότε άρθρου 6 της ΣΕΚ (νυν άρθρο 11 ΣΛΕΕ), όσο και με επιμέρους ειδικές ρυθμίσεις στα άρθρα 174-176 της ΣΕΚ (νυν άρθρα 191-193 ΣΛΕΕ), με στόχο τη συγκεκριμενοποίηση του πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια, με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2009, ενισχύθηκε το προστατευτικό πεδίο των σχετικών διατάξεων, αφενός, με την ιδιαίτερη μνεία στην κλιματική κρίση (άρθρο 191, παρ. 1, στ. δ’ ΣΛΕΕ) και, αφετέρου, με την κατοχύρωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) στο πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ. Ειδικά, στο άρθρο 37 του ΧΘΔΕΕ, υπό το πρίσμα της αρχής της αειφόρου ανάπτυξης, κατοχυρώνεται η ανάγκη της Ένωσης να προχωρά στην υιοθέτηση πολιτικών που να εξασφαλίζουν την περιβαλλοντική προστασία.
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης
Όπως επισημάνθηκε πρωτύτερα, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 ΣΛΕΕ που συγκεκριμένα ορίζει ότι: «Οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη». Γίνεται καθολικά δεκτό ότι με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξασφαλίζεται ότι η διαχείριση και η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων πρέπει να γίνεται με τρόπο που να διασφαλίζεται η διατήρησή τους και προς χάρη των επόμενων γενεών. Συγκεκριμένα, στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο ορίστηκε η αειφόρος ανάπτυξη ως «η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες».
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης στηρίζεται στην αντίληψη του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του δικαίου του περιβάλλοντος. Για τον λόγο αυτόν, ως κύριο στόχο έχει την αρμονική εξισορρόπηση, τον συμβιβασμό οικονομικής ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος. Από την άλλη, η αρχή της βιωσιμότητας βασίζεται στον περιβαλλοντοκεντρικό χαρακτήρα του δικαίου με τη συνακόλουθη πρόταξη της προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία χρειάζεται να διέπει οποιαδήποτε συμπεριφορά των δημόσιων αρχών. Η αρχή της βιωσιμότητας, όπως και γενικότερα η οικοκεντρική προσέγγιση του δικαίου φαίνεται να θεωρείται από μια μερίδα θεωρητικών ως ανεδαφική, καθώς φρονούν πως δεν είναι δυνατό ένα δίκαιο να αφιερώνεται αποκλειστικά στην προστασία του περιβάλλοντος δίχως να λαμβάνεται υπόψη ο ανθρώπινος παράγοντας. Παρά ταύτα, ορισμένα ψήγματα της περιβαλλοντοκεντρικής θεώρησης φαίνεται να υπάρχουν στο άρθρο 11 ΣΛΕΕ με την κατοχύρωση της αρχής της ενσωμάτωσης («Οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης…»). Από τη διατύπωση της διάταξης φαίνεται ότι ο ενωσιακός νομοθέτης, ενστερνιζόμενος την άποψη ότι ένα οικοκεντρικό δίκαιο περιβάλλοντος δεν δύναται να υπάρξει, προσπάθησε στο δίκαιο αυτό τουλάχιστον να μετατοπίσει το κέντρο βάρους προς το έννομο αγαθό του περιβάλλοντος σε σχέση με τα υπόλοιπα αγαθά που θωρακίζονται από την έννομη τάξη και δη της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι αρχές της πρόληψης και προφύλαξης
Η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ ερείδεται —πλην της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης— στις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, και στην αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει. Όσον αφορά την αρχή της πρόληψης, σε ενωσιακό επίπεδο, κατοχυρώνεται στο άρθρο 191, παρ. 2 ΣΛΕΕ (παλαιό άρθρο 174 παρ. 2 ΣΕΚ). Πριν από τη νομολογική καθιέρωσή της εφαρμοζόταν σιωπηρά στο πλαίσιο ελέγχου της αρχής της αναλογικότητας. Σήμερα, λογίζεται ως μια γενική αρχή του ενωσιακού περιβαλλοντικού δικαίου, η οποία δεσμεύει τις αρμόδιες αρχές στη λήψη των κατάλληλων μέτρων, προκειμένου να προληφθούν ενδεχόμενοι κίνδυνοι για την ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.
Εν συνεχεία, η αρχή της προφύλαξης επιτάσσει να μην επιδιώκεται η πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος αποκλειστικά με την επιστράτευση αμυντικών μέτρων για την πρόληψη επικείμενων κινδύνων, αλλά και με τη λήψη θετικών μέτρων για την πρόληψη ενδεχομένων μελλοντικών κινδύνων, προκειμένου να αποφευχθεί μία ανεπανόρθωτη ζημία στο περιβάλλον. Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μάλιστα, «μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προφύλαξης, όταν τα δυνητικά επικίνδυνα αποτελέσματα ενός φαινομένου, ενός προιόντος ή μιας διεργασίας έχουν προσδιοριστεί μέσω επιστημονικής και αντικειμενικής αξιολόγησης, αλλά η αξιολόγηση αυτή δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί ο κίνδυνος με επαρκή βεβαιότητα». Η επιστημονική κοινότητα φαίνεται επιφυλακτική ως προς την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, καθώς ελλοχεύει κατά τους επιστήμονες ο κίνδυνος η έρευνα και η πρόοδος να παραγκωνιστούν και να παρεμποδιστούν προς όφελος μιας «ουτοπικής», μη επιτεύξιμης πρακτικά προστασίας.
Συχνά, υποστηρίζεται ότι οι δύο ανωτέρω αρχές ταυτίζονται. Ωστόσο, στην πράξη, η συγκεκριμένη άποψη απορρίπτεται, καθώς, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η αρχή της πρόληψης συνιστά μεν μια γενική αρχή του δικαίου περιβάλλοντος, εφαρμόζεται δε στο σύνολο των ενωσιακών δράσεων, παρότι αναφέρεται από τις Συνθήκες μόνο στον τομέα του περιβάλλοντος, ενώ η αρχή της προφύλαξης αποτελεί μια γενική αρχή αποκλειστικά του δικαίου του περιβάλλοντος. Εκτός αυτού, η αρχή της πρόληψης προβλέπει μια αποτρεπτική ενέργεια, ήτοι χρειάζεται να υπάρχει κίνδυνος που απειλεί με περιβαλλοντική ζημία, εν αντιθέσει με την αρχή της προφύλαξης, η οποία απαιτεί τη λήψη συγκεκριμένων προληπτικών μέτρων, με έμφαση στο «προλαμβάνειν». Ενδεχομένως, λοιπόν, βάσει των ανωτέρω, θα μπορούσε η αρχή της προφύλαξης να συνιστά μια ειδικότερη έκφανση της αρχής της πρόληψης.
Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει
Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει για πρώτη φορά εμφανίστηκε στις κατευθυντήριες αρχές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 1972, και επαναλήφθηκε στην αρχή 16 της Διακήρυξης του Ρίο, το 1992. Σε ενωσιακό επίπεδο κατοχυρωνόταν στο άρθρο 174, παρ. 2 της ΣΕΚ και πλέον ορίζεται στο άρθρο 191, παρ. 2 ΣΛΕΕ.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αρχή, η ευθύνη και το κόστος των περιβαλλοντικών ζημιών —συγκεκριμένα της αποφυγής και εξάλειψής τους— βαραίνουν τον ρυπαίνοντα και όχι την ολότητα. Η αρχή προέρχεται από τις οικονομικές επιστήμες, όμως, ερείδεται ταυτόχρονα και στην ιδέα της δικαιοσύνης που διαποτίζει το δίκαιο της δημόσιας τάξης. Επομένως, η βλάβη που υφίσταται ένα έννομο αγαθό θα πρέπει να αποκαθίσταται από αυτόν που την προκάλεσε.
Παρόλο που η συγκεκριμένη αρχή, ενδεχομένως με τον πιο σαφή τρόπο, κατοχυρώνει ότι το περιβάλλον δεν είναι ένα αγαθό που ελεύθερα προσφέρεται και οποιοσδήποτε το αναλώνει άσκοπα οφείλει να αντιμετωπίσει τις ανάλογες συνέπειες, στην πράξη δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί, καθώς δεν είναι εύκολο κάποιες φορές να αποτιμηθεί πλήρως το κόστος της αντιπεριβαλλοντικής συμπεριφοράς, όπως επίσης και η ευθύνη σε περιπτώσεις σωρευτικής μόλυνσης. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ωστόσο, βρίσκεται στο ότι, βάσει της αρχής αυτής, ενδέχεται να θεωρηθεί πως μπορεί να ασκηθεί δικαίωμα στη ρύπανση, δηλαδή να ρυπαίνει όποιος μπορεί να επωμιστεί το κόστος της ζημίας. Ο κίνδυνος γιγαντώνεται στην περίπτωση που υιοθετηθεί η αντίληψη ότι το περιβάλλον δύναται να καταστεί αγοραίο, αφού ενέχεται η πιθανότητα να αντιμετωπίζεται ως έννομο αγαθό σχετικής προστασίας.
Καταληκτικές σκέψεις
Αναντίρρητα σημειώθηκαν αρκετά βήματα προόδου σε ενωσιακό επίπεδο σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, τα οποία επηρέασαν συνακόλουθα και την εγχώρια έννομη τάξη μέσω των διαφόρων οδηγιών που ανά καιρούς επιβάλλεται να υιοθετούνται από τα κράτη μέλη. Πλην όμως των οδηγιών, η ΕΕ τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ επιδεικνύει έναν εντυπωσιακό ζήλο μέσω διεθνών συνεργασιών σε περιβαλλοντικά ζητήματα και της συνακόλουθης σύναψης αντίστοιχων διεθνών συμφωνιών, μέσω της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε ορισμένα έργα, όπως η κατασκευή αυτοκινητόδρομων ή αεροδρομίων και τέλος μέσω της ίδρυσης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) και της αυξημένης εποπτείας στα κράτη μέλη για την αποτελεσματική εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας. Ωστόσο, δε φαίνεται να έχουν γίνει όλα τα απαραίτητα βήματα, προκειμένου η προστασία του περιβάλλοντος να επιτευχθεί πλήρως. Το μέλλον για το περιβάλλον φαίνεται αρκετά δυσοίωνο και η Ένωση οφείλει να αποδείξει αν πραγματικά διαθέτει τις δυνάμεις, προκειμένου να το υπερασπιστεί επιτυχώς.
Πηγές
Παπαγεωργίου Μ. (2022). Η προστασία του Περιβάλλοντος και η Οικονομική Ελευθερία. Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Κυριτσάκη Ι. (2010). Το δικαίωμα στο Περιβάλλον – Υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαικής Ένωσης. Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Μπρεδήμας Α., Σισιλιάνος Λ.-Α. (2008). Η προστασία του περιβάλλοντος στο δίκαιο και στην πράξη. Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη. Αθήνα.
Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε. (2008). Δίκαιο του Περιβάλλοντος. Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Kurrer C., Lipcaneanu N. (2023). Περιβαλλοντική πολιτική: γενικές αρχές και βασικό πλαίσιο. Διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/factsheets/el/sheet/71/environment-policy-general-principles-and-basic-framework
Πηγή εικόνας CANE | ACIIE. (2022). Canadian Environment Week. Διαθέσιμο σε: https://cane-aiie.ca/event/canadian-environment-week/