Γράφει η Κωνσταντίνα Παναγιωτοπούλου
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, έλαβαν χώρα ορισμένα από τα πιο ουσιαστικά άλματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η οικονομική και νομισματική ενοποίηση των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) απέκτησε θεσμική υπόσταση μέσω της Έκθεσης Delors για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), η οποία υποβλήθηκε το 1989. Το ίδιο έτος, ένα ακόμα ανατρεπτικό γεγονός μετέβαλε τον ευρωπαϊκό χάρτη και τους συσχετισμούς ισχύος στη Γηραιά Ήπειρο. Σύμφωνα με τη Margaret Thatcher, εκεί που κατέρρευσε το Τείχος του Βερολίνου, γεννήθηκε ένας «Γερμανός γίγαντας», και μαζί του ανέκυψε εκ νέου το αιώνιο ερώτημα του γερμανικού ζητήματος: πώς μπορεί να συγκρατηθεί η δύναμή του; Αναπόφευκτα, οι καινοφανείς μεταβλητές που συνόδευσαν τη γερμανική επανένωση επηρέασαν αποφασιστικά την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Η τελική μορφή του νέου οικονομικού και νομισματικού συστήματος βρέθηκε σε άμεση συνάρτηση με τα σχετικά κίνητρα και συμφέροντα της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Στη διαιρεμένη ψυχροπολεμική Γερμανία, η επιθυμία για μοναδιαία κυριαρχία ποτέ δεν έπαυσε να υφίσταται (Ήφαιστος: 2008, σ. 360). Βέβαια, κανένας από τους Ευρωπαίους εταίρους της, και δη οι δύο επιφανέστεροι, δηλαδή η Γαλλία και η Βρετανία, δεν τη συμμεριζόταν. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 1989 και η de jure επανένωση τον Σεπτέμβριο του 1990, με τη Συνθήκη για την τελική ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία, έγειραν την πρόκληση της αναγνώρισης της γερμανικής κυριαρχίας και παράλληλα έδωσαν στη χώρα την ευκαιρία να χαράξει μία πιο μονομερή πολιτική.
Η περίπτωση της γερμανικής ευρωπαϊκής πολιτικής συνθέτει ένα δυσεπίλυτο παζλ για τον ορθολογισμό: γιατί η Γερμανία επέλεξε να δείξει πίστη στο υπερεθνικό εγχείρημα εν μέσω μίας ανατρεπτικής δομικής αλλαγής, που αποκρυστάλλωσε τον ρόλο της ως οιονεί ηγεμόνα στο ευρωπαϊκό σύστημα; Δηλαδή, παρόλο που είδε την έκταση, τον πληθυσμό και τις οικονομικές της δυνατότητες να πολλαπλασιάζονται εν μία νυκτί (Eichengreen, 2013, σ. 375), δεν επεδίωξε μονομέρεια και αυτονομία, ούτε προσανατολίστηκε ανατολικά, σε μία προσπάθεια ενεργούς προώθησης της Ostpolitik (Banchoff, 1999, σ. 260). Στο κρίσιμο σταυροδρόμι της επανένωσης, η Γερμανία στράφηκε προς την προοπτική ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αρχικά, κεντρικός στόχος του καγκελάριου Kohl ήταν να εξασφαλίσει εξωτερική νομιμοποίηση για τη σύζευξη των δύο Γερμανιών. Υιοθετώντας κοινή γραμμή με τον Δυτικογερμανό υπουργό Εξωτερικών Genscher (Eichengreen, 2013, σ. 373), εξέφραζε ανελλιπώς την προθυμία και τη στήριξή του απέναντι στην ΟΝΕ, αποβλέποντας σε μία σχεδόν «συναλλακτική» αποδοχή της γερμανικής ολοκλήρωσης. Η Δυτική Γερμανία είχε μέγιστο εθνικό συμφέρον να αποδείξει την ευρωπαϊκή της δέσμευση, διότι μόνο μέσω της συναίνεσης των εταίρων της ήταν μακροχρόνια βιώσιμη η επανένωση. Το ευρώ ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία: η πρώτη θα δεχόταν τη συναρμολόγηση της δεύτερης, η οποία, σε αντάλλαγμα, θα συμφωνούσε να εγκαταλείψει το πανίσχυρο μάρκο και πιθανώς την ηγεμονία της στην ευρωπαϊκή οικονομική αρχιτεκτονική (Λιαργκόβας και Παπαγεωργίου, 2021, σ. 142).
Ο Banchoff (1999, σ. 268-282), προσπαθώντας να προσεγγίσει το παζλ, επιχειρεί μία κονστρουκτιβιστική ανάλυση, με στόχο να επιχειρηματολογήσει ότι η διττή, δηλαδή εθνική και υπερεθνική, ταυτότητα της ενωμένης Γερμανίας επέταξε τη φιλοευρωπαϊκή συνέχεια στην εξωτερική της πολιτική. Από τη δεκαετία του 1950, ο καγκελάριος Adenauer φρόντιζε να υπερτονίζει την πολιτική αξία του εγχειρήματος σε σχέση με την οικονομική. Πράγματι, ενώ η ευρωπαϊκή ενοποίηση κλιμακωνόταν, άρχισαν να σχηματίζονται μοτίβα αμοιβαίας φιλίας ακόμα και ανάμεσα στους μεγαλύτερους ιστορικούς αντιπάλους. Οι Klingemann και Weldon (2013, σ. 466-467) παρατήρησαν τη μεγέθυνση του όγκου εμπορίου ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, η οποία προχωρούσε παράλληλα με την ολοκλήρωση, και υποστήριξαν ότι αυτή η αυξημένη οικονομική διασυνδεσιμότητα ενέπνευσε εμπιστοσύνη και αισθήματα περί ενιαίας πολιτικής κοινότητας.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, τα μεγαλύτερα γερμανικά κόμματα αναγνώριζαν το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως κεντρικό σημείο της γερμανικής πολιτικής (Banchoff, 1999, σ. 274). Με την πάροδο των ετών, η εσωτερική πολιτική σκηνή σταδιακά ευθυγραμμιζόταν σε ένα φιλοευρωπαϊκό consensus, στο πλαίσιο του οποίου ο Kohl ένιωθε ασφαλής να υποστηρίζει ότι η γερμανική και η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούσαν τις «δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Η Van Esch (2012, σ. 36-44) χρησιμοποίησε εργαλεία πολιτικής ψυχολογίας με σκοπό να χαρτογραφήσει τις προσωπικές πεποιθήσεις του Kohl και διαπίστωσε ότι ο «ευρωπατριωτισμός» του ενισχύθηκε μετά την πτώση του Τείχους. Μάλιστα, αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με μία γενική διακομματική συναίνεση, του επέτρεψε να αντισταθεί στη γερμανική οικονομική ελίτ, που παρέμενε σκεπτική απέναντι στην ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση.
Το διαγερμανικό συμφέρον για απρόσκοπτη επανένωση και η ιστορική ταυτοτική δέσμευση της Γερμανίας με το ευρωπαϊκό στοιχείο αιτιολογούν την κινητοποίησή της σχετικά με την ΟΝΕ, που θα συνεπαγόταν εμβάθυνση της ολοκλήρωσης. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ανόβερο, τον Ιούνιο του 1988, ο Genscher εισηγήθηκε τη σύσταση μίας επιτροπής ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, υπό την προεδρία Delors στην Επιτροπή, με αποστολή την προώθηση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης. Η Έκθεση Delors δημοσιεύθηκε το 1989.
Στο μεταξύ, η Γαλλία είχε πέσει σε μία παγίδα εξισορρόπησης. Οι λειτουργικές πιέσεις που ασκούσε η οργανική πορεία της οικονομικής ολοκλήρωσης επέτασσαν την αντικατάσταση του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ο οποίος είχε εγκαθιδρυθεί το 1979, με ένα ενιαίο νόμισμα. Το ακανθώδες ζήτημα ήταν να εξαλειφθεί η πιθανότητα διαιώνισης της γερμανικής υπεροχής στον νέο οικονομικό σκελετό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δεδομένου ότι το γερμανικό μάρκο ήταν το ισχυρότερο νόμισμα ανάμεσα σε όλα όσα συμμετείχαν στον Μηχανισμό, η Bundesbank διέθετε τη διακριτική ευχέρεια να επηρεάζει τη νομισματική πολιτική και των υπολοίπων κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Γερμανία, έχοντας απολέσει το πρόσωπο του εθνικού σοσιαλισμού —που είχε καταστήσει την κεντρική τράπεζα πιστό εντολοδόχο της κυβέρνησης— σε όλη την εσχατοσύνη του, μεταπολεμικά στράφηκε προς ένα μοντέλο αποκέντρωσης: υπεύθυνη για τη νομισματική πολιτική εφεξής θα ήταν μία ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα, με απώτατο σκοπό τη διασφάλιση νομισματικής σταθερότητας, ενώ το κράτος θα επιφορτιζόταν με το έργο της θέσπισης κανόνων για την οικονομική πολιτική (Maes: 2004, σ. 24-26). Το απαράβατο καθήκον της νομισματικής σταθερότητας είχε ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός στη Γερμανία να κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, ασκώντας πιέσεις στα υπόλοιπα νομίσματα του Μηχανισμού.
Η εμπεδωμένη συστημική ασυμμετρία προκαλούσε συχνά τριβές μεταξύ των εταίρων (Eichengreen, 2013, σ. 370). Γενικά, η αυστηρότητα με την οποία χάρασσε η γερμανική Κεντρική Τράπεζα τη νομισματική της πολιτική παρέσυρε τα υπόλοιπα κράτη σε ένα νέο μονοπάτι απο-λαΐκευσης των οικονομικών τους. Το πλέον ουσιώδες παράδειγμα χώρας που χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία προκειμένου να αναδείξει την απόκλιση ιδεών και κατά συνέπεια συμφερόντων στην οικονομική πολιτική είναι η Γαλλία. Η επανάσταση του 1789 αντηχεί στη σύγχρονη Γαλλία και την καθιστά υπόλογη στην ιστορία: η ρεπουμπλικανική παράδοση που κληροδοτήθηκε στις μετεπαναστατικές γενεές τοποθετεί στο κέντρο της πολιτικής ζωής τον κραταιό λαό. Κατ’ επέκταση, αναγνωρίζει μεγαλύτερη αξία στην πολιτική βούληση παρά στις αγορές (Maes: 2004, σ. 23) και επηρεάζει την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Ακολουθώντας τα μέτρα που υπόσχονται τη μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση και νομιμοποίηση, η νομισματική πολιτική στη Γαλλία περιστρέφεται γύρω από την ανάπτυξη, όχι τη σταθερότητα των τιμών. Οι διαφορές στην οικονομική κουλτούρα υπήρξαν το υπόστρωμα της γαλλικής επιθυμίας για ένα νέο σύστημα, στο οποίο η Bundesbank δεν θα μονοπωλούσε τη νομισματική εξουσία.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού επέφερε δραματικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέστη η πρωταγωνιστική οικονομικά και πολιτικά δύναμη στην Ευρώπη (Banchoff: 1999, σ. 263) και το γερμανικό ζήτημα ξαφνικά επανήλθε στην επιφάνεια, προκαλώντας ανησυχία στα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με τον Ήφαιστο (2008, σ. 389), η γαλλική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή πολιτική κατά την περίοδο 1989-1992 προσδιοριζόταν ευθέως από το επείγον πρόβλημα που ονομάστηκε «γερμανική επανένωση», με τον Mitterrand να σχοινοβατεί μεταξύ εξισορρόπησης και ολοκλήρωσης. Βέβαια, εν τέλει αυτή η φαινομενικά δύσκολη επιλογή αποδείχθηκε ψευδεπίγραφο δίλημμα: εξισορρόπηση κατέληξε να σημαίνει ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πλέον, το ζητούμενο ήταν να αμβλυνθεί το αποτύπωμα που θα άφηνε στα υπόλοιπα κράτη η αύξηση της σχετικής ισχύος ενός κράτους το οποίο ήδη βρισκόταν στο επίκεντρο της οικονομικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης.
Ο κοινός παρονομαστής που μπορεί να εντοπιστεί στις δύο αιτίες που αναφέρθηκαν και εξηγούν τη στροφή της Γαλλίας προς την ολοκλήρωση είναι η αξίωση εξισορρόπησης της γερμανικής ισχύος, η οποία φυσικά κόχλαζε στο πλαίσιο του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, αλλά αναμφίβολα εξερράγη, όταν οι συνθήκες της επανένωσης το υπαγόρευσαν. Η εξισορρόπηση μπορούσε να τελεστεί μέσω της δημιουργίας υπερεθνικών μηχανισμών που θα δέσμευαν την αυξανόμενη γερμανική ισχύ, ως μία γαλλική τακτική «λιγότερο ισχυρού κράτους» (Ήφαιστος: 2008, σ. 381). Έτσι, δεδομένου ότι η πρόταση του Genscher προέκυψε σε περίοδο γαλλικής προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το σκηνικό στήθηκε για να προωθήσει η Γαλλία τα συμφέροντά της, φροντίζοντας παράλληλα να συμβαδίζουν με τα γερμανικά, ώστε να αποκτήσουν βιωσιμότητα.
Η ικανοποίηση και των δύο εταίρων ήταν απαραίτητη για την τελεσφόρηση του εγχειρήματος. Η Έκθεση Delors και, κατ’ επέκταση, ο συνολικός σκελετός της ΟΝΕ αποτέλεσε έναν συμβιβασμό μεταξύ των γαλλικών και των γερμανικών συμφερόντων.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ανόβερο, κατόπιν της πρότασης του Genscher και της συμφωνίας Mitterrand και Kohl, ζητήθηκε η σύσταση «Επιτροπής για τη μελέτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης». Το 1989, υποβλήθηκε η Έκθεση Delors, το σχέδιο της γαλλικής προεδρίας της Επιτροπής για την ΟΝΕ. Σύμφωνα με την Έκθεση, η ΟΝΕ θα περατωνόταν μέσα από τρία στάδια, εκ των οποίων το τρίτο θα αφορούσε στην εισαγωγή του ευρώ και την άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Η Έκθεση Delors αποτέλεσε οδηγό της διακυβερνητικής διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε το 1991, ως προετοιμασία για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Στη Συνθήκη, ορίστηκε η 1η Ιανουαρίου 1994 ως η ημερομηνία έναρξης του δεύτερου σταδίου για την ΟΝΕ (το πρώτο είχε ήδη ξεκινήσει από το 1990), ενώ αποφασίστηκε ότι το τρίτο στάδιο θα εκκινούσε την 1η Ιανουαρίου 1997. Παρόλα αυτά, αν η πλειονότητα των κρατών μελών δεν είχε κατορθώσει να ικανοποιήσει τα αντίστοιχα κριτήρια, το κοινό νόμισμα θα υιοθετούταν έπειτα από δύο χρόνια, από όσα κράτη είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε αυτό το βήμα. Τέλος, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση όρισε κάποια ονομαστικά κριτήρια σύγκλισης για την ένταξη στην ΟΝΕ, ενώ παρέσχε διασαφηνίσεις σχετικά με τους άξονες λειτουργίας τόσο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όσο και των εθνικών Κεντρικών Τραπεζών.
Οι αποφάσεις του έτους έναρξης του τρίτου σταδίου και της θέσπισης κριτηρίων σύγκλισης ήταν προϊόντα αμοιβαίων παραχωρήσεων. Από τη μία, η Γαλλία, πασχίζοντας να ελέγξει τη γερμανική ισχύ, πίεζε για μία προκαθορισμένη ημερομηνία γένεσης της νομισματικής ένωσης. Από την άλλη, η Γερμανία ήταν ασύμφωνη με την υιοθέτηση απαρέγκλιτου χρονοδιαγράμματος και επέμενε στον ορισμό προϋποθέσεων ένταξης, προκειμένου να συμμετάσχουν μόνο τα έτοιμα κράτη (Maes: 2004, σ. 14). Η λύση ελάχιστου κοινού παρονομαστή ήταν προφανής: η επιφυλακτική Γερμανία θα υποχωρούσε στο ζήτημα της ημερομηνίας έναρξης του τρίτου σταδίου, ενώ η Γαλλία θα αποδεχόταν τα κριτήρια σύγκλισης, που ήταν βασισμένα στη νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα.
Επιπρόσθετα, η Συνθήκη του Μάαστριχτ διασαφήνισε το ζήτημα του σχεδιασμού της ΕΚΤ. Στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου υπ’ αριθμόν 4 της ΣΕΕ, ορίζεται ότι θεμελιώδης στόχος της είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Οποιοιδήποτε συμπληρωματικοί αντικειμενικοί στόχοι θεωρούνται δευτερευούσης σημασίας. Η νομισματική σταθερότητα, σε συνδυασμό με το καθεστώς αδιαπραγμάτευτης ανεξαρτησίας της ΕΚΤ που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του πρωτοκόλλου, θυμίζουν το γερμανικό μοντέλο οργάνωσης της Bundesbank, το οποίο εν τέλει εκτόπισε το αγγλο-γαλλικό μοντέλο, χαρακτηριζόμενο από πολλαπλότητα οικονομικών στόχων και πολιτικές εξαρτήσεις (De Grauwe: 2018, σ. 295-297).
Δεδομένης της de facto κυριαρχίας της Bundesbank στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, τι ήταν αυτό που έκανε τη Γαλλία να συναινέσει στη διάπλαση της ΕΚΤ κατ’ εικόνα της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας; Ο De Grauwe (2018, σ. 298-301) παραθέτει δύο σημαντικούς λόγους: πρώτον, η γερμανοποίηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) οφειλόταν στη «μονεταριστική αντεπανάσταση», πιστή στη συγκράτηση του επιπέδου τιμών, που ξέσπασε έπειτα από τις πληθωριστικές αποτυχίες του κεϋνσιανισμού. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός της ΕΚΤ μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα πολιτικής μάθησης. Δεύτερον, και πιθανώς σημαντικότερο, η φιλοσοφία της τράπεζας έπρεπε να συμπλέει με τη γερμανική ιδέα περί «νομισματικής σύνεσης», προκειμένου να εξασφαλιστεί η ένταξη της στρατηγικά νευραλγικής Γερμανίας στη νομισματική ένωση. Άλλωστε, η Γερμανία, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της επανένωσης, είχε ήδη συγκατατεθεί στην εγκατάλειψη του πανίσχυρου μάρκου και είχε αναλάβει ένα ουκ αμελητέο ρίσκο εμπιστοσύνης που τα τυπικά κριτήρια σύγκλισης δύσκολα μπορούσαν να αντισταθμίσουν.
Συμπερασματικά, οι κεντρικοί χρονικοί και καταστατικοί πυλώνες της ΟΝΕ υπήρξαν εκβάσεις συμβιβασμών μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η τελική της μορφή εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προτιμήσεις των δύο συγκεκριμένων κρατών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ήφαιστος Π. (2008). Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις κρατικής κυριαρχίας. Εκδόσεις Ποιότητα.
Λιαργκόβας Γ. Π. και Παπαγεωργίου, Χ. (2018). Το ευρωπαϊκό φαινόμενο: Ιστορία, θεσμοί, πολιτικές. Εκδόσεις Τζιόλα.
De Grauwe P. (2018). Οικονομική της Νομισματικής Ένωσης. Εκδόσεις Παπαζήση.
Eichengreen B. (2013). Η ευρωπαϊκή οικονομία μετά το 1945. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Banchoff T. (1999). German Identity and European Integration. European Journal of International Relations, 5(3): 259-289.
Klingemann H. and Weldon S. (2013). A crisis of integration? The development of transnational dyadic trust in the European Union, 1954-2004. European Journal of Political Research, 52: 457-482. DOI: 10.1111/1475-6765.12005.
Maes I. (2004). On the Origins of the Franco-German EMU Controversies. European Journal of Law and Economics, 17: 21-39.
Risse T., Engelmann-Martin D., Knopf H., Roscher K. (1999). To Euro or Not to Euro? The EMU and Identity Politics in the European Union. European Journal of International Relations, 5(2): 147-187.
Van Esch F. (2012). Why Germany Wanted EMU: The Role of Helmut Kohl’s Belief System and the Fall of the Berlin Wall. German Politics, 21(1): 34-52, DOI: 10.1080/09644008.2012.655012.