Γράφει η Χριστίνα Παπαζαφειροπούλου
Η Βενεζουέλα βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Νοτίου Αμερικής και είναι μια από τις τρείς χώρες που προέκυψαν μετά τη κατάρρευση της Μεγάλης Κολομβίας το 1830. Στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η Βενεζουέλα κυβερνήθηκε από στρατιωτικά καθεστώτα τα οποία προώθησαν – συνήθως αποκλειστικά – την βιομηχανία πετρελαίου. Από το 1959, επικράτησαν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, παρόλα αυτά η επανεκλογή του παρόντος διαφιλονικούμενου Προέδρου Νικολά Μαδούρο, θεωρήθηκε ότι συνέβη με δόλια μέσα.
Η οικονομία της Βενεζουέλας βασίζεται κυρίως στην παραγωγή και την εκμετάλλευση του πετρελαίου. Από το τέλος του 1940 έως 1970, η χώρα ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, ενώ παραμένει ένας από τους κύριους εξαγωγείς πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικονομία της Βενεζουέλας βασίστηκε στα έσοδα από τον τομέα του πετρελαίου προκειμένου να εκσυγχρονίσει και να διαφοροποιήσει άλλους οικονομικούς τομείς. Έτσι, ήδη από τη δεκαετία του 1940, το “σπέρνοντας το πετρέλαιο” (“sembrando el petróleo”) έγινε εθνικό σύνθημα. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις προχώρησαν σε εθνικοποιήσεις της βιομηχανίας πετρελαίου, πράγμα το οποίο άφηνε εκτός τις ξένες επενδύσεις που αποτελούσαν μεγάλη πηγή εσόδων.
Πλέον, η οικονομία της Βενεζουέλας είναι στο χείλος της κατάρρευσης ενώ η ανθρωπιστική καταστροφή είναι μια πάγια πραγματικότητα στη χώρα. Κάποτε, η Βενεζουέλα ήταν η πλουσιότερη χώρα στη Λατινική Αμερική και αποτελούσε πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης για τα περισσότερα κράτη της Νοτίου Αμερικής. Οι Βενεζουελάνοι του κάποτε εύπορου έθνους, υποφέρουν και ορισμένες φορές πεθαίνουν από την πείνα. Όλη αυτή η κατάσταση είναι το αποτέλεσμα της “κατάρας του πετρελαίου”, δηλαδή της μονοδιάστατης εξάρτησης από τα έσοδα ενός μόνο φυσικού πόρου.
Το 1976 ο Πρόεδρος Περέζ, νικητής στις εκλογές του 1973, εθνικοποίησε τη βιομηχανία πετρελαίου. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973, η Βενεζουέλα, ως ιδρυτικό μέλος του ΟΠΕΚ ,πλέον, υπερτριπλασίασε την τιμή του πετρελαίου της. Αυτό το «μάννα εξ ουρανού» προκάλεσε ένα κύμα κατανάλωσης που προσέλκυσε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από άλλες χώρες της Νοτίου Αμερικής, αύξησε τα εισαγόμενα τρόφιμα και είδη πολυτελείας, ενώ παράλληλα υπήρξε μεγάλη παραγωγή αποβλήτων και διαφθορά, η οποία δημιούργησε μια προνομιούχα ελίτ, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε βυθισμένο στη φτώχεια. Η οικονομική άνθηση δεν διήρκεσε, ωστόσο. Η διεθνής ύφεση και ο πετρελαϊκός κορεσμός που εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μείωσαν τις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου και ώθησαν τη χώρα σε οικονομική στασιμότητα. Τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, η οποία συνεχίστηκε έως τα τέλη του 1980, είναι η πτώση του ΑΕΠ και η γραμμική αύξηση του πληθωρισμού. Παράλληλα, οι εξαγωγές μειώθηκαν, η ανεργία ακολούθησε αυξητική πορεία και το εγχώριο αλλά και ξένο κεφάλαιο μεταφέρθηκε μακριά από τη Βενεζουέλα.
Μέχρι τις εκλογές του 1998 περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της Βενεζουέλας ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός υπερέβη το 30% και οι τιμές του πετρελαίου ακολουθούσαν καθοδική πορεία. Τότε ήταν που ο Ούγκο Τσάβες ανέλαβε την εξουσία. Ο Πρόεδρος Τσάβες είχε το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος στο πλευρό του, καθώς υποσχέθηκε να απελευθερώσει τη χώρα από τη διαφθορά, να βοηθήσει τους φτωχούς και να μειώσει τη δύναμη των ελίτ, εξισορροπώντας τις ανισότητες στο εσωτερικό. Όντως, δαπάνησε μεγάλο ποσό χρημάτων για την εκπαίδευση, τα κουπόνια φαγητών και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ειδικότερα, από το 2004 και μετά, το κατά κεφαλήν εισόδημα μεγάλωνε κατά 2% κάθε χρόνο, η φτώχεια μειώθηκε κατά 49% και η ακραία φτώχεια κατά 63% . Ο αριθμός ηλικιωμένων Βενεζουελανών που λάμβανε σύνταξη τριπλασιάστηκε και η χώρα για πρώτη φορά γνώρισε πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση.
Έπειτα από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα το 2002 υποκινούμενο από τις Η.Π.Α, ο Πρόεδρος Τσάβες συσπείρωσε γύρω του τον λαό υπό το ιδεολογικό πρίσμα του «τσαβισμού». Μετά την επανεκλογή του το 2006, προχώρησε σε μαζική εθνικοποίηση του τομέα παραγωγής. Ακολούθησε συγκεντρωτική πολιτική, ώστε να έχει τον έλεγχο, γεγονός που δυσαρέστησε όσους υποστηρικτές του ήλπιζαν σε μία μεγαλύτερη συμμετοχή των συνδικάτων. Επιπλέον, υπερτόνισε την ύπαρξη υψηλής τεχνητής ισοτιμίας με το δολάριο χωρίς να υποτιμήσει το μπολιβάρ γεγονός που έκανε δύσκολες τις εξαγωγές προϊόντων πλην του πετρελαίου, βυθίζοντας όλο και βαθύτερα την εγχώρια παραγωγή.
Ο Τσάβες εκτός την μάχης που έδινε κατά του νεοφιλελευθερισμού, έδινε μάχη και με την εσωτερική του υπονόμευση λόγω του χρόνιου καρκίνου. Έτσι το 2013, γυρίζοντας από την Αβάνα και μετά την πανηγυρική εκλογή του ήδη από το 2012, κατέληξε. Μετά τον θάνατό του εξελέγη Πρόεδρος ο Νικολάς Μαδούρο, τον οποίο προηγουμένως ο Τσάβες είχε επιλέξει ως διάδοχό του. Ο Μαδούρο δεν άλλαξε την προηγούμενη πολιτική, ενώ δεν έγινε προσπάθεια να αλλάξει και την πολιτική ισοτιμίας του μπολιβάρ με το δολάριο πιο πολύ για να ικανοποιήσει κυβερνητικά μέλη.
Η επιθετικότητα των Η.Π.Α προς το καθεστώς Μαδούρο είναι έκδηλη καθώς το 2014 επί Προέδρου Obama οι κυρώσεις γίνονται όλο και περισσότερες, ενώ το 2015 η Βενεζουέλα χαρακτηρίζεται ως «απειλή για την ασφάλεια των Η.Π.Α.». Το 2017 ο Πρόεδρος Trump επιβάλλει νέες κυρώσεις και έτσι, η χώρα αποκλείεται από τον δανεισμό και τις συναλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α. Οι απώλειες λόγω των κυρώσεων υπολογίζονται κατά τα έτη 2013-2017 περίπου στα 250-350 δισεκατομμύρια δολάρια σε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών.
Σιγά σιγά στην Βενεζουέλα ανθίζει η παραοικονομία ενώ η εύρεση πολλών βασικών προϊόντων, ακόμα και στη Μαύρη Αγορά, καθίστατο αδύνατη λόγω της μεγάλης μείωσης των εισαγωγών. Αυτή η περίοδος κρίσης επηρέασε και την βιομηχανία πετρελαίου λόγω της ξηρασίας και των προβλημάτων στην υδροηλεκτρική παραγωγή. Το 2013-2014 υπήρξαν πολύνεκρες διαδηλώσεις για τις οποίες ευθύνεται και η αντιπολίτευση. Παρόλα αυτά τα δυτικά Μ.Μ.Ε απέδιδαν όλες τις ευθύνες στην κυβέρνηση.
Υπό αυτά τα γεγονότα, κάνει την εμφάνισή του ένα νέο πολιτικό πρόσωπο, αυτό του Χουάν Γκουαϊδό, στηρίζοντας τα φτωχότερα στρώματα που κλασσικά ήταν υπέρ του τσαβισμού. Στις 23 Ιανουαρίου 2019, ο Χουάν Γκουαϊδό ως ηγέτης της αντιπολίτευσης και επικεφαλής της Εθνοσυνέλευσης, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Βενεζουέλας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και μια σειρά από άλλες χώρες τον αναγνώρισαν ως νόμιμο ηγέτη.
Αναμφίβολα, η Βενεζουέλα είναι μια πονεμένη χώρα που μετά από την απότομη άνθιση γνώρισε τον μακροχρόνιο μαρασμό. Η μονομερής προσήλωση στο πετρέλαιο και οι αλλεπάλληλες εθνικοποιήσεις της βιομηχανίας πετρελαίου μαζί με τη βιαιότητα της τελευταίας κυβέρνησης Μαδούρο αλλά και την εχθρικότητα των φιλελεύθερων Η.Π.Α προς τα σοσιαλιστικά καθεστώτα οδήγησαν την άλλοτε πλούσια χώρα προς την κατάρρευση. Έτσι, εύλογα γεννιέται το ερώτημα, αν ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» μπορεί να συντηρήσει μια χώρα μέσα σε ένα καθαρά καπιταλιστικό σύστημα!
Central Intelligence Agency. 2020. South America : Venezuela. (https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/ve.html).
Encyclopedia Britannica. 2020. Venezuela. (https://www.britannica.com/place/Venezuela).
Wald, E., 2016. Venezuela’s Melt Down Explained By The ‘Oil Curse’. Forbes. (https://www.forbes.com/sites/ellenrwald/2017/05/16/venezuelas-melt-down-explained-by-the-oil-curse/#c1e45d5282b6). Σκλήρης, Δ., 2019. Βενεζουέλα: Ψάχνοντας Συμπεράσματα Σε Μια Θλιβερή Ιστορία. The Press Project. (https://thepressproject.gr/benezouela-psaxnontas-sumperasmata-se-mia-thliberi-istoria/).