Γράφει η Παρασκευή Παπά
Στο άκουσμα του όρου Βαλκάνια, ενός όρου αρχικά γεωγραφικού, αλλά ουσιαστικά εθνολογικού και στρατηγικού, η πρώτη σκέψη που ίσως γεννάται είναι η τετριμμένη πλέον φράση «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης», ένας όρος που καθιστά αυτόματα αυτή τη χερσόνησο μία πηγή συνεχών εντάσεων για το συλλογικό φαντασιακό.
Πράγματι, αυτή η τραχεία και δύσβατη χερσόνησος στην ανατολική άκρη της Ευρώπης αποτέλεσε ένα διαφιλονικούμενο έδαφος τόσο για τις μεγάλες δυνάμεις, αλλά ακόμη περισσότερο για τους ίδιους τους βαλκάνιους λαούς. Οι λαοί αυτοί, φυλετικά ετερόκλητοι, συνδέθηκαν με το κοινό βίωμα της υποταγής, της απελευθέρωσης, της δημιουργίας εθνικών κρατών και της προσπάθειας επιβολής αυτών στο διεθνές σύστημα. Μία πορεία με στάδια φαινομενικά κοινά που ποτέ δεν κατάφεραν να τους ενώσουν, καθώς η επιτυχία τους βασιζόταν αρκετά συχνά στην ανταγωνιστικότητα του ενός προς το άλλο.
Πιο συγκεκριμένα, τα βαλκανικά κράτη μπορεί να θεωρούνται σχετικά νεοσύστατα, καθώς τα περισσότερα δημιουργήθηκαν μέσα στον 19ο αιώνα, όμως η ιστορία των λαών τους πηγαίνει πολύ πιο πίσω. Όπως οι Έλληνες, έτσι και οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι λαοί έχουν αρχαία φυλετική καταγωγή η οποία δέχτηκε διάφορες προσμίξεις στην πορεία των αιώνων με βασικότερα στοιχεία το λατινικό, λόγω της τεράστιας εδαφικής εξάπλωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και φυσικά το οθωμανικό λόγω της μακροχρόνιας κατοχής της χερσονήσου.
Αυτόχθονες Βαλκάνιοι, με την σχετική έννοια του όρου, μπορούν να θεωρηθούν οι Ρουμάνοι, προερχόμενοι από την αρχαία φυλή των Δακών, οι οποίοι στην πορεία των αιώνων συνδέθηκαν με το σλαβικό, το λατινικό και το βλάχικο αργότερα στοιχείο. Η γλώσσα τους μαρτυρά αφενός τις λατινικές τους επιρροές λόγω της ρωμαϊκής κατάκτησης των περιοχών τους, όσο και την σλαβική επιρροή που δέχτηκαν από τους γείτονες τους. Ο λαός αυτός, ο μοναδικός λατινογενής που ασπάστηκε την ορθοδοξία συνδέθηκε άρρηκτα με το Βυζάντιο.
Ένα ακόμη φυλετικό στοιχείο, το πιο πολυπαθές για πολλούς, συνυφασμένο με τα Βαλκάνια είναι οι Σλάβοι του νότου ή Γιουγκοσλάβοι, μία φυλή που μπορεί να αποδοθεί στα σημερινά κράτη της Σερβίας, της Κροατίας, της Βοσνίας, της Σλοβενίας και του Μαυροβουνίου. Η φυλετική αυτή ομάδα που φαίνεται να κατοικεί στη χερσόνησο από τον 6ο αιώνα διασπάστηκε μετά το σχίσμα των εκκλησιών, με τους Σέρβους να παραμένουν πιστοί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μετά από τον εκχριστιανισμό τους από τους ιεροκήρυκες Κύριλλο και Μεθόδιο. Ένας λαός ο οποίος όντας ελεύθερος πρωταγωνίστησε στα Βαλκάνια εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με σπουδαιότερη στιγμή του, τις νίκες του μεγάλου Δουσάν στα μέσα του 14ου αιώνα, ο οποίος διοικούσε σχεδόν ολόκληρη τη χερσόνησο. Η κυριαρχία των Σέρβων έμελλε να είναι βραχύχρονη, καθώς αρκετά σύντομα θα γνωρίσουν τη βίαιη επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Άλλος ένας μεγάλος βαλκάνιος πρωταγωνιστής είναι φυσικά οι Βούλγαροι, οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το χαρακτηρισμό των αυτόχθονων βαλκάνιων. Πρόκειται πιθανότατα για έναν ασιατικό λαό ταρταρικής καταγωγής που σταθεροποίησε την παρουσία του στην χερσόνησο περίπου τον 5ο αιώνα, όπου και εκσλαβίστηκε. Τα μεσαιωνικά χρόνια τον λαό αυτό χαρακτήριζε η έντονη πολεμική δραστηριότητα εναντίον των Σέρβων και κυρίως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της οποίας υπήρξε υπόδουλος αλλά και άξιος αντίπαλος. Οι Βούλγαροι κατάφεραν και αυτοί να αποκτήσουν αυτοκρατορικά χαρακτηριστικά απέναντι στους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς, στη διάρκεια του 13ου αιώνα, μία εξαιρετικά βραχύχρονη συνθήκη αφού πολύ γρήγορα κατακτήθηκαν από τους Σέρβους και έπειτα αποτέλεσαν τον πρώτο βαλκανικό λαό που υπέστη την οθωμανική κατάκτηση.
Ο λαός – καταλύτης της βαλκανικής χερσονήσου, τουλάχιστον κατά τη μεσαιωνική εποχή και την πρώιμη νεωτερικότητα, είναι αναμφισβήτητα ο οθωμανικός. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον 14ο και 15ο αιώνα, ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος προσαρτήθηκε στα εδάφη της. Παρ’ όλα αυτά, δεν βίωσαν όλα τα βαλκάνια την κατάκτηση στον ίδιο βαθμό. Οι Ρουμάνοι κατάφεραν να διατηρήσουν μία σχετικά μεγαλύτερη αυτονομία, λόγω κυρίως της απομακρυσμένης γεωγραφικής τους θέσης και των σχέσεων τους με τη Ρωσία, συνθήκες που τους ευνόησαν να κρατήσουν ζωντανό το εθνικό τους φρόνημα. Η εθνική ταυτότητα διαφυλάχθηκε σε κάποιο βαθμό και στην ελληνική περίπτωση, χάρη στην εθνική εκκλησία και στη ελληνική ελίτ που κατείχε διοικητικές θέσεις στην αυτοκρατορία, γεγονός που της επέτρεπε να προασπίζει τα ελληνικά συμφέροντα. Οι λαοί που βίωσαν πιο άμεσα και ισοπεδωτικά την εμπειρία της υποδούλωσης ήταν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Απομονωμένοι από τις ελίτ τους και υπό την άμεση οθωμανική διοίκηση, οι αγροτικοί αυτοί πληθυσμοί, ίσως λίγο λιγότερο ο σερβικός, έχασαν την ταυτότητά τους.
Ο «αιώνας των εθνικισμών», όπως έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ο 19ος αιώνας, έφερε και στην βαλκανική χερσόνησο το όραμα του έθνους – κράτους, ένα όραμα που έφερε στην επιφάνεια η Γαλλική Επανάσταση. Οι συνθήκες ωρίμανσης της εθνικής ιδέας σε κάθε κράτος ήταν διαφορετικές. Ένα γενικότερο μοτίβο συνδυάζει την έννοια της εθνικής αναγέννησης μέσα από τα γράμματα, μοντέλο που ταιριάζει περισσότερο στο ρουμανικό και το ελληνικό έθνος, με την αγανάκτηση απέναντι στους όρους της κατάκτησης και την πολεμική διεκδίκηση της ελευθερίας, μοντέλο που συνδυάζεται περισσότερο με τους Βούλγαρους και τους Σέρβους. Κάθε λαός αναμφίβολα διεκδίκησε την ανεξαρτησία του με πολεμικά μέσα. Την αντίσταση ξεκίνησε ένας πολύ μικρός αλλά αποφασιστικός λαός, οι Μαυροβούνιοι οι οποίοι ήδη από τον 18ο αιώνα διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους, συμπαρασύροντας τους αδελφούς τους Σέρβους, τον πρώτο βαλκανικό λαό που επαναστάτησε και κέρδισε μία σχετική αυτονομία. Ακολούθησαν οι Έλληνες, οι οποίοι εισήγαγαν στο τουρκοκρατούμενα ακόμα Βαλκάνια την έννοια του ανεξάρτητου εθνικού κράτους ήδη από το 1830. Η ελληνική επαναστατική περίπτωση συνδέεται άρρηκτα με την περιοχή της Μολδοβλαχίας και γενικότερα με το ρουμανικό στοιχείο. Η τύχη των Μολδοβλάχων λόγω της γεωπολιτικής σημασίας των εδαφών τους έγινε αντικείμενο διεκδίκησης, γεγονός που καθυστέρησε πολύ την πολυπόθητη ανεξαρτησία τους. Η στιγμή ήρθε μόλις το 1881, όταν επιτέλους οι ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο κράτος της Ρουμανίας. Ο τελευταίος βαλκανικός λαός που πάλεψε για την εθνική του ανεξαρτησία ήταν οι Βούλγαροι. Οι διεκδικήσεις των Βουλγάρων από την Πύλη, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους Βαλκάνιους ήταν αρχικά θρησκευτικές, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη μεγάλη τους νίκη, τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, μίας αυτόνομης ουσιαστικά Εκκλησίας ανεξάρτητης του ελληνικού στοιχείου που εμπόδιζε κατά τους Βούλγαρους τον εθνικισμό τους να εκδηλωθεί. Ο εθνικισμός αυτός απέδωσε καρπούς το 1908, όταν οι Βούλγαροι απέκτησαν το δικό τους εθνικό τους κράτος.
Η περιπέτεια των Βαλκάνιων καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου να αποτινάξουν τον δεσμό της υποτέλειας μπορεί να φαντάζει για τους εκπροσώπους του ρομαντισμού ένας αγώνας εθνικής γενναιότητας, και ίσως να είναι μέχρι ένα σημείο, όμως περιλαμβάνει και έναν άλλο τύπο υποτέλειας, όχι οθωμανικής αλλά εξίσου παρεμβατικής: την έξωθεν «βοήθεια». Η ανάγκη των βαλκανικών λαών για ανεξαρτησία, σε συνδυασμό με την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τους οδήγησε σε νέες προστάτιδες δυνάμεις, ο ιδιοτελής ρόλος των οποίων στόχευε στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους στην χερσόνησο. Πρόκειται για μία πτυχή του λεγόμενου «Ανατολικού Ζητήματος», του προβλήματος της διανομής των εδαφών της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ζήτημα αυτό αν και εμπεριείχε φυσικά τους βαλκανικούς εθνικισμούς, αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αυστροουγγαρίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της πρωταγωνίστριας των βαλκανικών υποθέσεων Ρωσίας.
Η τσαρική Ρωσία, ήδη από τις αρχές του 19ου προσπάθησε να οικειοποιηθεί τον τίτλο της προστάτιδας Σλάβων και Ορθοδόξων, με σκοπό να χειραφετηθούν τα βαλκανικά κράτη της Σερβίας και της Βουλγαρίας υπό την αιγίδα της, γεγονός που θα της έδινε πρόσβαση στη Μεσόγειο. Πράγματι, τη δεκαετία του 1870, οι εξεγέρσεις της Βοσνίας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Βόρειας Αλβανίας και του Μαυροβούνιου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεψαν στην Ρωσία έναν εξαιρετικά νικηφόρο πόλεμο ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο οποίος έληξε με μία ανέλπιστα ευνοϊκή Συνθήκη για τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο και φυσικά για τη νικήτρια Ρωσία. Η Συνθήκη αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ εξαιτίας της Μεγάλης Βρετανίας και της Αυστρίας, στόχος των οποίων ήταν να σταματήσει ο ρωσικός επεκτατισμός. Η διπλωματική αυτή αποτυχία της, η οποία εν μέρει οφείλεται στην άρνηση βοήθειας από τη Γερμανία, περιόρισε κάπως την «πανσλαβιστική» εξωτερική της πολιτική και την αποξένωσε από τις αυστρογερμανικές δυνάμεις. Το φαινόμενο αυτό οριστικοποιείται μετά τη συνθήκη του Ράιχστατ του 1876, βάσει της οποίας η Ρωσία εγκατέλειψε τους Σέρβους στην επιρροή της Βιέννης και αδιαφορούσε για την τύχη της Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει την κηδεμονία στους Βούλγαρους.
Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου βρίσκουν τα Βαλκάνια σε μία προσπάθεια να επεκτείνουν τα σύνορα τους έτσι ώστε αυτά να περικλείουν τους υπόδουλους φυλετικούς τους αδελφούς στις εναπομείναντες αυτοκρατορίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας. Στη διεκδίκηση αυτή, πολύ βασικό ρόλο παίζει μία ασαφής ακόμη εθνοτικά περιοχή, αυτή της Μακεδονίας. Στο λεγόμενο Μακεδονικό Ζήτημα συμμετέχουν τέσσερις διεκδικητές: η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Αλβανία, καθεμία επικαλούμενη φυλετικά και πολιτισμικά κριτήρια. Στη διεκδίκηση αυτή προστίθεται ένα ακόμη στοιχείο το 1903, όταν μετά την εξέγερση του Ίλιντεν γεννιέται η έννοια του μακεδονισμού. Πρόκειται για τη γενέθλια πράξη του σημερινού κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Κύριοι διεκδικητές της περιοχής παραμένουν η Ελλάδα και η Βουλγαρία, με το Μακεδονικό Ζήτημα να αποτελεί ένα αγκάθι στις σχέσεις τους μέσα στον επόμενο αιώνα.
Ο βασικός όμως εχθρός παραμένει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμποδίζοντας ακόμη την εθνική ολοκλήρωση, με τον ξεχωριστό τρόπο που κάθε βαλκάνιος την ονειρευόταν για το έθνος του. Στο πλαίσιο αυτό η συνεργασία αποτελεί μονόδρομο, σε ένα μοτίβο μάλιστα που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα την εποχή αυτή, αυτό των στρατιωτικών συμφωνιών. Κάπως έτσι, ξεκινά η προσέγγιση των βαλκανικών κρατών σε μία αντιοθωμανική συμμαχία. Πρωτοπόρες χώρες σ’ αυτή τη βαλκανική ένωση η Ελλάδα και η Σερβία συνενώνονται με τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο και οδηγούνται στον νικηφόρο Ά Βαλκανικό Πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία, εξαιτίας και της εθνικής εξέγερσης των Αλβανών την ίδιας περιόδου, χάνει όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη. Η συμμαχία αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη παρ’ όλα αυτά. Η βουλγαρική απαιτητικότητα οδηγεί στον ΄Β Βαλκανικό Πόλεμο με μεγάλες εδαφικές νικήτριες την Ελλάδα και τη Σερβία.
Η δεκαετία του 1910 αποδεικνύεται εξαιρετικά πυκνή για τα Βαλκάνια, καθώς φέρνει τη νέα μεγάλη πολεμική πρόκληση, τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορμή του οποίου αποτελεί ένα περιστατικό μεταξύ της Σερβίας και της Αυστροουγγαρίας. Ο Μεγάλος Πόλεμος ανατρέπει για πάντα τις ισορροπίες στη χερσόνησο, καθώς η νίκη του συνασπισμού της Αντάντ καταλύει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία. Η Ελλάδα και η Ρουμανία, δύο χώρες που αν και καθυστερημένα στρατεύτηκαν με την Αντάντ, ικανοποίησαν όλες τους τις εδαφικές αξιώσεις, μάλιστα στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό συνέβη εις βάρος της Βουλγαρίας. Μία από τις σημαντικότερες συνέπειες του πολέμου ήταν η ένωση της Σερβίας, της Κροατίας και της Σλοβενίας, η ενσάρκωση του οράματος της Σερβίας να γίνει η μητέρα των σλαβικών λαών. Το τέλος του πολέμου φέρνει μία νέα τεταμένη περίοδο.
Ο Μεσοπόλεμος θα μπορούσε να οιωνεί μία περίοδο ανθοφορίας για τα Βαλκάνια, αφού οι διεκδικήσεις των περισσότερων ικανοποιήθηκαν από τις νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις των προηγούμενων δύο δεκαετιών. Κι’ όμως, αποτέλεσε μία περίοδο νέων εντάσεων με τους νικητές να δυσκολεύονται στην προσάρτηση των νέων πληθυσμών και τους ηττημένους στριμωγμένους στα στενά γεωγραφικά τους όρια και εκδικητικούς. Στην τεταμένη αυτή κατάσταση προστίθεται και ένα πολιτειακό φαινόμενο που παρατηρήθηκε στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη την εξεταζόμενη περίοδο: τα φασιστικά – απολυταρχικά καθεστώτα, στα οποία πολλές από τις βαλκανικές χώρες υπέκυψαν. Όσον αφορά τη διαβαλκανική συνεργασία, ένα πολύ σημαντικό έτος ήταν το 1934 όταν η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, υπέγραψαν μία εγγύηση αμοιβαίας ασφάλειας των βαλκανικών συνόρων. Στο σχήμα αυτό μπήκε και η Βουλγαρία, η καθυστέρηση της οποίας οφείλεται στη δυσκολία συμφωνίας με την Ελλάδα σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα.
Τα χρόνια αυτά προοικονομούν τις σημαντικότερες ίσως περιόδους αναφορικά με τη σημερινή διαμόρφωση, γεωγραφικά και στρατηγικά, της βαλκανικής χερσόνησου και ολόκληρης της Ευρώπης: τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο και την ψυχροπολεμική πραγματικότητα που τον διαδέχτηκε. Η εξέταση της σημασίας των περιόδων αυτών για τους Βαλκάνιους χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, επομένως θα αποτελέσει το δεύτερο μέρος της παρούσας ανάλυσης.
ΒΙΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Donald Quataert. (2006). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία – Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ristelhueber René. (2005). Ιστορία των Βαλκανικών λαών. Εκδόσεις Παπαδήμα.
Σαμοχβάλοφ Βσέβολοντ. (2008). Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας στις Γιουγκοσλαβικές Κρίσεις. (Διδακτορική Διατριβή). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Διαθέσιμό από: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών. Αναρτήθηκε από: https://www.didaktorika.gr/eadd/bitstream/10442/18469/1/18469.pdf