Γράφει η Μαρία Στεφιάδου
Οι φυλές Αϋμάρα και Κέτσουα, κατοικούν στα υψίπεδα των Κεντρικών Άνδεων, μεταξύ Περού και Βολιβίας, ενώ αποτελούν από κοινού την πλειοψηφία των Βολιβιανών ιθαγενών φυλών αλλά και την πλειοψηφία των ορεινών κατοίκων της χώρας[1]. Οι γλώσσες που μιλούν ονομάζονται Αϋμάρα και Κέτσουα αντίστοιχα, ενώ παράλληλα μιλούν και ισπανικά. Οι δύο ιθαγενείς φυλές μοιράζονται αρκετά κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, όπως η πίστη τους σε θεότητες που έχουν τις ρίζες τους σε παραδόσεις στις Άνδεις, ενώ οι οικονομικές τους δραστηριότητες συνδέονται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με τον πρωτογενή τομέα, δηλαδή με τη γεωργία και την κτηνοτροφία[2].
Οι Κέτσουα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της γεωργικής ραχοκοκαλιάς του πολιτισμού των Άνδεων από τις αρχές του 15ου αιώνα περίπου, όταν κατακτήθηκαν από τη φυλή των Τσάνκας, που με τη σειρά τους κατακτήθηκαν και οι ίδιοι από τους Ίνκας κατά τα τελευταία χρόνια του ίδιου αιώνα[3]. Η καθημερινή ζωή της φυλής Κέτσουα δεν άλλαξε ιδιαίτερα από το συμβάν αυτό⸱ κατά το 16ο αιώνα όμως, μετά την κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Ίνκας από τους Ισπανούς, οι κοινότητες των Κέτσουα αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής[4]. Απαιτήθηκε η καλλιέργεια μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων άγνωστων μέχρι τότε στη φυλή, ενώ μεγάλο ποσοστό των παραδοσιακών τους καλλιεργειών δίνονταν ως φόρος τιμής (encomienda) στους Ισπανούς κατακτητές. Οι Κέτσουα εξαναγκάστηκαν επίσης να κατοικήσουν σε οικισμούς πολύ μεγαλύτερους και πολυπληθέστερους, σε αντίθεση με τον καθιερωμένο τρόπο ζωής τους, ενώ αρκετοί ιθαγενείς τάχθηκαν με το μέρος των κατακτητών, γεγονός που αλλοίωσε την πολιτισμική ταυτότητα των ομάδων και έβλαψε σε μεγάλο βαθμό τους κοινοτικούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη[5]. Με τη λήξη της ισπανικής κυριαρχίας κατά τον 19ο αιώνα, οι κοινότητες των Κέτσουα είχαν διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε αρκετοί ιθαγενείς παρέμειναν ως υπηρέτες σε ισπανικά κτήματα (haciendas)[6]. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι Κέτσουα ζουν απομονωμένοι στα ορεινά εδάφη των Άνδεων, εξασκώντας παραδοσιακές χειροτεχνίες ινών, επεξεργαζόμενοι το μαλλί και τα υφάσματα με προορισμό την οικιακή χρήση και την πώληση των προϊόντων αυτών σε τρίτους. Λόγω της έλλειψης διακριτής ανθρωπολογικής ταυτότητας μεταξύ των ομιλητών της διαλέκτου Κέτσουα και εκείνων που διατηρούν την πολιτισμική κληρονομιά της φυλής, οι εκτιμήσεις του πληθυσμού στις αρχές του 21ου αιώνα κυμαίνονται από δεκατρία έως δεκαέξι εκατομμύρια[7]. Οι Κέτσουα, επιπροσθέτως, έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων βιολογικών και ιατρικών μελετών που στοχεύουν στην κατανόηση της φυσιολογικής προσαρμογής στη διαβίωση σε μεγάλα υψόμετρα.
Η φυλή των Αϋμάρα ανέρχεται πληθυσμιακά στα τρία εκατομμύρια, σύμφωνα με απογραφές που πραγματοποιήθηκαν κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα[8]. Πριν κατακτηθούν όπως και οι Κέτσουα από τους Ίνκας, οι Αϋμάρα ζούσαν σε μία σειρά από ανεξάρτητα κρατίδια, τα πιο σημαντικά εκ των οποίων είναι το Kolla και το Lupaca[9]. Από το 1430 και μετά, η φυλή των Ίνκας, με αυτοκράτορα τον Virakocha, επεκτεινόταν διαρκώς νότια από την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Cusco⸱ τα εδάφη των Αϋμάρα αποτέλεσαν ένα σημαντικό ποσοστό των κατακτήσεων των Ίνκας, αν και σημειώθηκαν δεκάδες εξεγέρσεις και πράξεις αντίστασης εκ μέρους των πρώτων. Η σημαντικότερη ιστορικά περίοδος εξέγερσης άρχισε το 1780, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ιθαγενείς κυνήγησαν και σκότωσαν μεγάλο αριθμό Ισπανών⸱ συνεχίστηκε μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Περού από την ισπανική κορώνα το 1821[10]. Οι Ισπανοί κατακτητές, από κοινού με ευρωπαίους καλόγερους του τάγματος του Αγίου Δομίνικου αλλά και Ιησουίτες, που κατευθύνθηκαν προς τη Λατινική Αμερική με προσηλυτιστικές βλέψεις, υποδούλωσαν τους Αϋμάρα, εξαναγκάζοντας τους ιθαγενείς να εργάζονται χωρίς αμοιβή και υπό άθλιες συνθήκες σε γεωργικές καλλιέργειες, ορυχεία και φυτείες κόκας που προορίζονταν για την παρασκευή ναρκωτικών ουσιών[4].
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αναδύθηκε το κοινωνικό κίνημα Katarismo, που δομήθηκε επί δύο βασικών ιδεών: αφενός ότι η αποικιοκρατία δεν έληξε με την ανεξαρτησία των χωρών της Λατινικής Αμερικής, αλλά συνέχισε ουσιαστικά να υφίσταται και μετά από αυτή και αφετέρου ότι ο ιθαγενής πληθυσμός αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού στη Βολιβία[11]. Το κίνημα εξέφραζε σε μεγάλη κλίμακα το αίτημα προστασίας των ιθαγενών φυλών από την πολιτική και τη φυλετική καταπίεση. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1953 επέτρεψε σε μια ομάδα νέων Αϋμάρα να ξεκινήσουν πανεπιστημιακές σπουδές στην πόλη Λα Παζ της Βολιβίας κατά τη δεκαετία του 1960[12]. Στην πόλη, αυτή η ομάδα αντιμετώπισε προκαταλήψεις και έπεφταν συχνά θύματα φυλετικών διακρίσεων και αποκλεισμών από ακαδημαϊκές και κοινωνικές δραστηριότητες, γεγονός που έδωσε ζωή στο κίνημα του Katarismo. Από την ομάδα αυτή επίσης δημιουργήθηκε το Julian Apansa University Movement (MUJA), το οποίο οργανώθηκε γύρω από αιτήματα πολιτισμικής κυρίως φύσεως, συμπεριλαμβανομένης της δίγλωσσης εκπαίδευσης[13]. Ο σημαντικότερος ηγέτης του ήταν ο Jenaro Flores Santos, ο οποίος αργότερα ηγήθηκε και της πρώτης ανεξάρτητης εθνικής συνομοσπονδίας χωρικών (Confederacion Sindical Unica de Trabajadores Campesinos de Bolivia – CSUTSB) της Βολιβίας[14]. Στο Έκτο Εθνικό Συνέδριο Αγροτών του 1971, οι Kataristas εμφανίστηκαν ως μια ευρεία, οργανωμένη παράταξη εναντίων των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων. Δύο χρόνια αργότερα, το 1973, τουλάχιστον 13 αγρότες Κέτσουα σκοτώθηκαν στη σφαγή τoυ Tolata που διαπράχθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα[15]. Μετά τα τραγικά γεγονότα, οι Kataristas εξέδωσαν ένα καινούργιο, ριζοσπαστικοποιημένο μανιφέστο, το οποίο αναγνώριζε την ιθαγενή φυλή Κέτσουα ως οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά εκμεταλλευόμενη και καταπιεσμένη από πολιτιστική και πολιτική άποψη.
Στα τέλη του 1970, το κίνημα των Kataristas διασπάστηκε σε δύο διαφοροποιημένες ιδεολογικά πτέρυγες: η πρώτη – περισσότερο ρεφορμιστική – , ηγήθηκε από τον Victor Hugo Cartenas, ο οποίος αργότερα υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος υπό τον Gonzalo Sanchez de Lozada, ενώ υπήρξε εισηγητής και υποστηρικτής μίας νεοφιλελεύθερης, κρατικής ηγεσίας πολυπολιτισμικότητας[16]. Η δεύτερη πτέρυγα που δημιουργήθηκε, καλλιέργησε εθνικιστικά αισθήματα υπέρ των Αυμάρα, που εκφράστηκε μέσα από τη διαμόρφωση του επαναστατικού κινήματος Tupaj Katari (MRTK), με εκπρόσωπο τον Felipe Quispe. Αργότερα, εξελίχθηκε στο κίνημα MIP (Indigenous Movement Pachakuti), το οποίο υπήρξε σθεναρός επικριτής της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης της Ουάσιγκτον και συσπειρώθηκε γύρω από το όραμα της εθνικής αλληλεγγύης. Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Βολιβίας, Alvaro Garcia Linera, ήταν μέλος αυτής της ομάδας. Οι οργανωτικές δράσεις των ομάδων των Kataristas καταλάγιασαν περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980[17].
Η πρόοδος που επιτεύχθηκε μετά τις διεκδικήσεις των αυτόχθονων πληθυσμών περιλαμβάνει σήμερα τη συνταγματική αναγνώριση των ιθαγενών φυλών, τη λαϊκή συμμετοχή, τη δίγλωσση εκπαίδευση και τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι τροποποιημένοι νόμοι για τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην αναδιανομή ενός αυξανόμενου όγκου γης σε αυτόχθονες κοινότητες, αν και οι κοινότητες εξακολουθούν να διεκδικούν πολλά περισσότερα[18]. Οι διαμαρτυρίες εναντίον πολυεθνικών εταιρειών που επεκτείνουν διαρκώς τις εγκαταστάσεις τους, μειώνοντας τον ζωτικό χώρο των ιθαγενών φυλών στην ορεινή βολιβιανή ύπαιθρο, εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό μέρος της εγχώριας πολιτικής, από κοινού με την υποστήριξη της εθνικοποίησης των πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τοπικές οργανώσεις εις βάρος των φυλών Αϋμάρα και Κέτσουα[19].
Βιβλιογραφία
The Editors of Encyclopedia Britannica, Aymara. June 17, 2021. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/Aymara
The Editors of Encyclopedia Britannica, Quechua. June 17, 2021. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/topic/Quechua
Juliana Strobere Gregor, Culture and Political Practice of the Aymara and Quechua in Bolivia: Autonomous Forms of Modernity in the Andes. Vol. 23, No. 2, Ethnicity and Class in Latin America). Sage Publications, 1996. June 19, 2021. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/2634247
Sanjinés C., Javier. Mestizaje Upside-Down: Aesthetic Politics in Modern Bolivia. Illuminations. Pittsburgh: University of Pittsburgh Press, 2004.
World Directory of Minorities and Indigenous People, Highland Aymara and Quechua. June 17, 2021. Διαθέσιμο σε: https://minorityrights.org/minorities/highland-aymara-and-quechua/
[1] World Directory of Minorities and Indigenous People, Highland Aymara and Quechua. https://minorityrights.org/minorities/highland-aymara-and-quechua/ [πρόσβαση στις 17.6.2021]
[2] Ό.π.
[3] Encyclopedia Britannica, Quechua. https://www.britannica.com/topic/Quechua [ πρόσβαση στις 17.6.2021]
[4] Ό.π.
[5] Ό.π.
[6] Ό.π.
[7] Ό.π.
[8] Encyclopedia Britannica, Aymara. https://www.britannica.com/topic/Aymara [πρόσβαση στις 17.6.2021]
[9] Ό.π.
[10] Ό.π.
[11] Ό.π.
[12] Sanjinés C., Javier. Mestizaje Upside-Down: Aesthetic Politics in Modern Bolivia. Illuminations. Pittsburgh: University of Pittsburgh Press, 2004.
[13] Ό.π.
[14] Ό.π.
[15] Juliana Strobere Gregor, Culture and Political Practice of the Aymara and Quechua in Bolivia: Autonomous Forms of Modernity in the Andes. Vol. 23, No. 2, Ethnicity and Class in Latin America (Spring, 1996), Sage Publications. pp. 72-90. https://www.jstor.org/stable/2634247 [πρόσβαση στις 19.6.2021]
[16] Sanjinés C., Javier. Mestizaje Upside-Down: Aesthetic Politics in Modern Bolivia
[17] Ό.π.
[18] Ό.π.
[19] World Directory of Minorities and Indigenous People, Highland Aymara and Quechua. https://minorityrights.org/minorities/highland-aymara-and-quechua/ [πρόσβαση στις 17.6.2021]
[20] Ό.π.