Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Από τον ΟΠΕΚ στον ΟΠΕΚ+: Μια σύντομη Ιστορία της Διαχείρισης Παραγωγής Πετρελαίου

Γράφει ο Τιμόθεος Παπαθανασίου

Η συμβολή του «μαύρου χρυσού» στη διαμόρφωση και στην ανάπτυξη του σύγχρονου κόσμου ήταν αναμφισβήτητα σημαντική. Για περισσότερο από δύο αιώνες, το πετρέλαιο έχει τροφοδοτήσει τους κινητήρες της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής προόδου, συμβάλλοντας καταλυτικά στην ανάπτυξη των κρατών. Παράλληλα, πολλά κράτη αναδείχθηκαν ως περιφερειακές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενα την ισχύ που προσέφερε ο «μαύρος χρυσός». Ο έλεγχος των αποθεμάτων πετρελαίου και του ρυθμού παραγωγής του ενίσχυσε την οικονομική και γεωστρατηγική θέση των πετρελαιοπαραγωγών κρατών, αυξάνοντας την ισχύ τους, αλλά και την επιρροή τους στην παγκόσμια σκηνή. Από την άλλη μεριά, τα ενεργειακά στερημένα κράτη ανέπτυξαν ισχυρές σχέσεις και συμμαχίες με τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη, προάγοντας τα ενεργειακά τους συμφέροντα.

Καθώς η εξάρτηση από το πετρέλαιο αυξανόταν τα κράτη αυτά, αλλά και ισχυρές ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας, απέκτησαν βαθιά εμπλοκή στις εσωτερικές υποθέσεις των πετρελαιοπαραγωγών κρατών, ενώ όταν η ενεργειακή τροφοδοσία τους και τα ζωτικά τους συμφέροντα απειλούνταν, αποκτούσαν ενεργότερο ρόλο. Το παραπάνω γεγονός επιβεβαιώνεται από τη δράση των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ιράν το 1953, με αφορμή την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας του Ιράν, πλήττοντας τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, αλλά και από τους Πολέμους του Κόλπου. Η βαθιά εμπλοκή κρατών και εταιριών στα εσωτερικά ζητήματα των πετρελαιοπαραγωγών κρατών προκάλεσε την αντίδραση των τελευταίων, τα οποία για να διασφαλίσουν τα ενεργειακά συμφέροντα τους ίδρυσαν έναν ισχυρό Διεθνή Οργανισμό, ο οποίος για αρκετές δεκαετίες κυριάρχησε στον πετρελαϊκό τομέα, ελέγχοντας σημαντικό ποσοστό των παγκόσμιων αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια η δύναμη του περιορίστηκε σημαντικά, επηρεάζοντας ολόκληρο τον πετρελαϊκό κλάδο, ενώ οι αδυναμίες του καλύφθηκαν με τη σύσταση ενός νέου συνασπισμού πετρελαιοπαραγωγών κρατών.

Η ιστορία της διαχείρισης του πετρελαίου αντιπροσωπεύει έναν πολύπλοκο χώρο συμφερόντων και εξελίξεων μεταξύ διεθνών δυνάμεων και ιδιωτικών εταιρειών. Η ανακάλυψη της πρώτης πετρελαιοπηγής στη Μέση Ανατολή, συγκεκριμένα στο Ιράν το 1908, σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ενέργεια και τη γεωπολιτική της περιοχής. Λίγο αργότερα, η εύρεση επιπλέον πετρελαιοπηγών προκάλεσε το ενδιαφέρον των τότε «Μεγάλων Δυνάμεων», καθώς και ιδιωτικών εταιριών, που αντιλήφθηκαν τη σημασία της πετρελαϊκής βιομηχανίας για την οικονομική και γεωπολιτική επιρροή. Προοδευτικά, τόσο τα ξένα κράτη όσο και οι ιδιωτικές εταιρείες άρχισαν να εμπλέκονται στις εσωτερικές υποθέσεις των πετρελαιοπαραγωγών κρατών, με σκοπό να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους. Παράλληλα, συνήψαν συμφωνίες έρευνας και εκμετάλλευσης με τα κράτη αυτά, λαμβάνοντας τη «μερίδα του λέοντος».

Από τη μεταπολεμική εποχή έως τη δεκαετία του 1970, ο έλεγχος της βιομηχανίας πετρελαίου περιήλθε σε κολοσσιαίες ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας. Οι «Επτά Αδελφές», όπως χαρακτηρίστηκαν από τον Ενρίκο Ματέι, κυριάρχησαν στο χώρο της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Ο συνασπισμός αυτός αποτελούνταν από την Anglo-Persian Oil Company, την Gulf Oil, την Royal Dutch Shell, την Standard Oil Company of California, την Standard Oil Company of New Jersey, την Standard Oil Company of New York και την Texaco. Παρά τον αρχικό τους ανταγωνισμό, οι «Επτά Αδελφές» κατόρθωσαν να συνεργαστούν και να αποκτήσουν δικαιώματα έρευνας, παραγωγής και εκμετάλλευσης των πλούσιων πετρελαιοπηγών της Μέσης Ανατολής. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, είχαν κατορθώσει να ελέγχουν το 98% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, σχηματίζοντας ένα ολιγοπώλιο που είχε τεράστια επιρροή στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Επιπλέον, κατά τη δεκαετία του 1960, η ΕΣΣΔ αύξησε σημαντικά την παραγωγή της, εξάγοντας φθηνότερο πετρέλαιο στην Ευρώπη. Πιο συγκεκριμένα, ένα βαρέλι πετρελαίου προερχόμενο από την ΕΣΣΔ είχε τη μισή τιμή από αυτό της Μέσης Ανατολής. Κατά συνέπεια, οι «Επτά Αδελφές» για να αντιμετωπίσουν την εισροή σοβιετικού πετρελαίου μείωσαν σημαντικά τις τιμές, επηρεάζοντας την παγκόσμια αγορά πετρελαίου (Κόκκινος, 2015, σ. 103).

Τα παραπάνω γεγονότα είχαν τεράστιο αντίκτυπο στις οικονομίες της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν και του Ιράκ. Η κρίση του Σουέζ το 1956 και η άνοδος του αραβικού εθνικισμού οδήγησαν στην αναθεώρηση της πολιτικής τους. Το 1960, το Μπααθικό Ιράκ υπό τον αλ-Καρίμ Κάσεμ πρότεινε τη δημιουργία ενός Διεθνούς Οργανισμού, ο οποίος θα διασφάλιζε τα συμφέροντα των πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το Ιράκ, το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και η Βενεζουέλα ίδρυσαν τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ), ο οποίος θα εξασφάλιζε τα συμφέροντα και θα ενίσχυε τη διπλωματική ισχύ των κρατών, θα διαφύλαττε μια κοινή πολιτική, και θα μείωνε τη δύναμη των ιδιωτικών εταιρειών (Νάσκου-Περράκη et al., 2019, σ. 577). Με την πάροδο των χρόνων, ο ρόλος του ΟΠΕΚ ενισχύθηκε περισσότερο, καθώς και άλλα κράτη εντάχθηκαν σε αυτόν, όπως η Ινδονησία και η Λιβύη το 1962, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το 1967, η Αλγερία το 1969, η Νιγηρία το 1971, η Γκαμπόν το 1975, η Ισημερινή Γουινέα το 2017 και το Κονγκό το 2018. Επιπλέον, το Κατάρ το 1962, ο Ισημερινός το 1973 και η Αγκόλα το 2007 εντάχθηκαν στον Οργανισμό, αλλά αποχώρησαν το 2019, το 2020 και το 2024 αντίστοιχα (OPEC, 2024). Ο ΟΠΕΚ μετατράπηκε σε έναν ισχυρό Διεθνή Οργανισμό, ελέγχοντας το 40% της παγκόσμιας παραγωγής και το 80% των αποθεμάτων πετρελαίου. Για πολλές δεκαετίες επηρέαζε σημαντικά τόσο τη βιομηχανία και τις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου, όσο και τη γεωπολιτική βαρύτητα και την οικονομική ανάπτυξη των κρατών του, κυριαρχώντας στον πετρελαϊκό κλάδο.

Ωστόσο, με την έλευση της νέας χιλιετίας, η δύναμη του ΟΠΕΚ άρχισε να συρρικνώνεται σημαντικά λόγω της μεταβολής του ενεργειακού χάρτη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, η τεχνολογική εξέλιξη και οι χρόνιες προσπάθειες έφεραν τη σχιστολιθική επανάσταση με πρωταγωνίστριες τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μεταβάλλοντας σημαντικά τα δεδομένα. Για πολλές δεκαετίες μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ εισήγαγαν πετρέλαιο από άλλα κράτη, ενώ τα αποθέματά της θεωρούνταν εξαντλημένα. Η σχιστολιθική επανάσταση διαδόθηκε στις πολιτείες των ΗΠΑ, με την παραγωγή τους να αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς, έχοντας παράλληλα χαμηλό κόστος παραγωγής. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Ουάσιγκτον απέκτησε τόσο ενεργειακή αυτονομία όσο και κατακόρυφη αύξηση των εξαγωγών της. Η συνεχής εισροή σχιστολιθικού πετρελαίου στη διεθνή αγορά είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των παγκόσμιων τιμών του «μαύρου χρυσού». Ειδικότερα, το 2014, η τιμή ενός βαρελιού πετρελαίου από 100$ έπεσε στα 77$ δολάρια, επηρεάζοντας τις οικονομίες των πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Από την άλλη πλευρά, ο ΟΠΕΚ αδυνατούσε να λάβει δραστικά μέτρα και να σταθεροποιήσει τις τιμές, εξαιτίας της διαφορετικής πολιτικής των κρατών του, αλλά και την εμφάνιση νέων πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Συμπληρωματικά, ο ΟΠΕΚ δεν ήταν σε θέση να μειώσει την παραγωγή του, ενώ σημαντικό αντίκτυπο είχε η απουσία της Βενεζουέλας, η οποία στα τέλη του 1990 παρήγαγε 3.300.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα και το 2019 λιγότερα από 600.000. Κατά αυτόν το λόγο, το 2014, ο Υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας αναγνώρισε τη σημασία των πετρελαιοπαραγωγών κρατών που δεν ανήκαν στον ΟΠΕΚ και επεδίωξε τη συνεργασία μαζί τους (Yergin, 2021, σ. 274-276). Παρόλα αυτά, οι τιμές εξακολούθησαν να ακολουθούν φθίνουσα πορεία, με την κατάσταση να χαρακτηρίζεται από την Economist ως “Sheikhs vs Shale” (The Economist, 2014).

Το 2016, οι τιμές πετρελαίου κατέρρευσαν, με το κόστος ενός βαρελιού να πέφτει κάτω από τα 30$, περιορίζοντας τις επιλογές των πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Αυτός ο οικονομικός στραγγαλισμός οδήγησε στην αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ δύο παραδοσιακών αντιπάλων στο χώρο του πετρελαίου, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας (Yergin, 2021, σ. 281). Κατά τη διάρκεια του G20 το 2016 στην Κίνα, ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν Αλ Σαούντ, και ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, συναντήθηκαν στα πλαίσια της Συνόδου, συζητώντας την πετρελαϊκή πολιτική.

Στα τέλη του 2016, τα μέλη του ΟΠΕΚ, καθοδηγούμενα από τη Σαουδική Αραβία, και 10 πετρελαιοπαραγωγά κράτη μη μέλη του Οργανισμού, τα οποία αντιπροσώπευαν το 10% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου, συγκεκριμένα το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Ομάν, το Μεξικό, ο Καναδάς, η Μαλαισία, το Μπαχρέιν, ο Σουδάν, το Νότιο Σουδάν και το Μπρουνέι, καθοδηγούμενα από τη Ρωσία συναντήθηκαν στη Βιέννη και συμφώνησαν σε ένα νέο ενεργειακό χάρτη, δημιουργώντας έναν νέο συνασπισμό κρατών, τον ΟΠΕΚ+. Η συμφωνία περιελάμβανε περικοπές παραγωγής πετρελαίου, με σκοπό τη σταθεροποίηση των τιμών. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του ΟΠΕΚ έπρεπε να περιορίσουν την ημερήσια παραγωγή τους κατά 1.200.000 βαρέλια, ενώ τα μη μέλη του ΟΠΕΚ κατά 558.000 βαρέλια. Η πολιτική του ΟΠΕΚ+ επέφερε τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών, με την τιμή ενός βαρελιού να επιστρέφει στα 80$ το 2018. Παρόλα αυτά, οι τιμές κατέρρευσαν εκ νέου με την έλευση της πανδημίας COVID-19 στα τέλη του 2019. Ο συνασπισμός προχώρησε σε επανειλημμένες περικοπές παραγωγής για την ανάκαμψη των τιμών. Το 2022, ο ΟΠΕΚ+ παρήγαγε το 59% της παγκόσμιας παραγωγής, με 48.000.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, ενώ τον Απρίλιο του 2023 συμφώνησε για περαιτέρω μείωση της παραγωγής κατά 1.200.000 βαρέλια την ημέρα (Sean, 2024). Αυτός ο νέος συνασπισμός μετέβαλε ριζικά τα δεδομένα, καθώς ελέγχει το 90% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου, και οι αποφάσεις του επηρέασαν σημαντικά τις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου, καθώς και το γεωπολιτικό τοπίο.

Συμπερασματικά, ο ΟΠΕΚ και ο ΟΠΕΚ+ αποτελούν κρίσιμους παράγοντες στη βιομηχανία του πετρελαίου. Ο ΟΠΕΚ κατάφερε να αποτρέψει την υπεροχή των «Επτά Αδελφών» και να διατηρήσει τη δύναμή του για δεκαετίες. Από την άλλη πλευρά, ο ΟΠΕΚ+ αντιπροσωπεύει ένα μέσο συνεργασίας μεταξύ των κύριων παραγωγών πετρελαίου παγκοσμίως, καταφέρνοντας να σταθεροποιήσει την αγορά. Ο συνασπισμός των πετρελαιοπαραγωγών κρατών δημιούργησε νέες δυναμικές στον κλάδο, με τον ΟΠΕΚ+ να κατέχει το 90% των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου. Με τις αποφάσεις του, είναι σε θέση να ελέγχει τους ρυθμούς παραγωγής και τις παγκόσμιες τιμές του «μαύρου χρυσού», διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε ολόκληρη τη βιομηχανία. Με την εξέλιξη αυτή, η επίδραση του ΟΠΕΚ+ στη διαμόρφωση των παγκόσμιων αγορών είναι αναμφίβολα σημαντική και καθοριστική.

Βιβλιογραφία

Daniel Y., (2021).  The New Map: Energy, Climate, and the Clash of Nations. Penguin Books.

Κόκκινος Δ. – B. (2015). Γεωπολιτική της Ενέργειας στο Σύστημα, Ευρώπη – Ασία – Μέση Ανατολή. ΛΕΙΜΩΝ.

Νάσκου-Περράκη Π., Αντωνόπουλος K., Σαρηγιαννίδης Μ. (2019). Διεθνείς Οργανισμοί. Σάκκουλα.

The Economist (2014). Sheikhs v shale. Διαθέσιμο σε: https://www.economist.com/leaders/2014/12/04/sheikhs-v-shale

Hill S., Comstock O. (2023). What is OPEC+ and how is it different from OPEC?. Energy Information Administration. Διαθέσιμο σε: https://www.eia.gov/todayinenergy/detail.php?id=56420 .

Organization of the Petroleum Exporting Countries (OPEC). (2024). Brief History. Διαθέσιμο σε: https://www.opec.org/opec_web/en/index.htm .

Πηγή εικόνας

Laron G. (2023). The OPEC+ Puzzle: Why Russian-Saudi Cooperation Starts – and Stops – with Oil Prices. The Wilson Center. Διαθέσιμο σε: https://www.wilsoncenter.org/article/opec-puzzle-why-russian-saudi-cooperation-starts-and-stops-oil-prices .