Γράφει ο Σπήλιος Δαμαλίτης
Η δεκαετία του 90’ υπήρξε μία δύσκολη περίοδος για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, άλλαξε τον τρόπο προσέγγισης των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Από το σημείο μηδέν που έφτασαν οι δύο χώρες το 1996, έως τον δρόμο προς τη βελτίωση των σχέσεων τους στη Σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελσίνκι το 1999, μεσολάβησαν έτη στα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο πρόσωπα, εσωτερικές και εξωτερικές καταστάσεις και γεγονότα. Πάντως από το 1999 και μετά, η σχέση των δύο χωρών βελτιώθηκε σημαντικά μέχρι τις εξελίξεις των τελευταίων ετών που πάλι έχουν προκαλέσει διαμάχη ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η έλευση του Σημίτη στην εξουσία το 1996, άλλαξε την πολιτική της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία. Αυτός πίστευε στον εξευρωπαϊσμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι ο μοχλός για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Ήθελε και προσδοκούσε τη συνεργασία με την Τουρκία, στο πλαίσιο των διεθνών νόμων και συμφωνιών και να μετατρέψει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε Ευρωτουρκικές. Έτσι ξεκίνησε και με την σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ, μία νέα πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία. Στην τουρκική πλευρά, ο πρωθυπουργός της χώρας πλέον ήταν ο Ετσεβίτ που ήταν πρωθυπουργός κατά την εισβολή του 1974 στην Κύπρο. Ο Ετσεβίτ όμως, επιζητούσε την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνοντας το έμπρακτα, κάνοντας αρκετές μεταρρυθμίσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το πολιτικό κεφάλαιο που είχε δημιουργήσει μετά από τόσα χρόνια πολιτικής πορείας, τον καθιστούσαν τον πλέον κατάλληλο να χειριστεί τις υποθέσεις με Ευρώπη και Ελλάδα. Υπουργός εξωτερικών ήταν ο Ισμαήλ Τζεμ, ο οποίος προσπαθούσε να ρίξει τους τόνους με την Ελλάδα και είχε στο μυαλό του την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το τελευταίο το έδειξε και έμπρακτα, αφού τον Μάιο του 1999 απέστειλε γράμμα στον έλληνα ομόλογό του για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και ένα πλάνο για τον επαναπροσδιορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το γράμμα έγινε δεκτό από την Αθήνα, η οποία πρότεινε και άλλες επιπρόσθετες συνεργασίες, αποδεικνύοντας την ψυχολογία που επικρατούσε σε κάθε πλευρά.
Στη διεθνή κοινότητα, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρχαν πιέσεις για την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, με σκοπό την ισορροπία και την συνοχή της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Οι ΗΠΑ, παραδοσιακός σύμμαχος και των δύο χωρών, έβλεπε στο πρόσωπο της Τουρκίας έναν προνομιακό σύμμαχο, που θα είχε σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρούσαν την Τουρκία ως ένα ανάχωμα στην αβεβαιότητα που επικρατούσε στην Ασία, στην Μέση Ανατολή και στον Καύκασο, ενώ παράλληλα την θεωρούσαν ως γέφυρα με τον Μουσουλμανικό κόσμο. Μετά τα τεκταινόμενα στο Κόσοβο, η Ε.Ε ήθελε να επεκταθεί και να αποκτήσει μία νέα προσέγγιση. Η εκλογή μάλιστα του Gerhard Schroeder, ως νέου καγκελαρίου στην Γερμανία, έφερε πιο κοντά την Ευρώπη με την Τουρκία. Με γνωστή την ισχύ της Γερμανίας στο ευρωπαικό σύστημα και με τον νέο καγκελάριο να είναι υπέρ της συνεργασίας με την Τουρκία, το κλίμα ήταν ευνοϊκό. Αυτό ευνόησε και την ελληνική πλευρά, που είχε ήδη ενημερώσει τους ευρωπαίους εταίρους της με τη νέα πλέον πολιτική που την χαρακτήριζε, ότι ήταν υπέρ της συνεργασίας με την γείτονα χώρα. Η Ελλάδα μάλιστα, πρωτοστάτησε για την ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας, αφού πλέον ύπερ της Τουρκίας ήταν και η Αγγλία και το βέτο δεν θα ήταν λύση, ενώ την σύμφωνη γνώμη είχε και από τις ΗΠΑ, που τόσα χρόνια αποτελούσαν τον παράγοντα αποκλιμάκωσης των ελληνοτουρκικών κρίσεων. Μάλιστα τον Νοέμβριο του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον βρέθηκε στην Ελλάδα για να συζητήσει τα ελληνοτουρκικά θέματα. Η Ελλάδα με τις κινήσεις της, πέρα από την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία, προσδοκούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία στους Ευρωπαίους, αλλά και να αναδειχθεί σε σταθερό παράγοντα στα Βαλκάνια.
Με τα δεδομένα που αναλύθηκαν στις παραπάνω παραγράφους, ήταν εμφανές ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας είχε ανοίξει και ότι η ελληνική πολιτική είχε αποδώσει. Στο δεύτερο μισό του 1999, τα γεγονότα συνέβησαν πολύ γρήγορα, φτάνοντας στο Ελσίνκι το ίδιο έτος. Εκεί συμφωνήθηκε, ότι η Ελλάδα θα αποσύρει το βέτο της και θα υποστηρίξει τις προσπάθειες της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε, με δύο ανταλλάγματα· πρώτον, την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε με το επόμενο κύμα διεύρυνσης της Ένωσης, ανεξάρτητα αν θα έχει επιλυθεί το Κυπριακό ζήτημα και δεύτερον, εάν διμερείς προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν στεφθούν με επιτυχία μέχρι το Δεκέμβριο του 2004, τότε οι δύο χώρες να συμφωνούσαν να καταφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με σταθμό το Ελσίνκι το 1999, βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα επιθυμούσε με την νέα πολιτική που υιοθέτησε, να μεταβάλει τις διαφορές της από ελληνοτουρκικές σε Ευρωτουρκικές και η Ευρωπαϊκή Ένωση να ελέγχει, μέσα από τις διαδικασίες ένταξης της Τουρκίας, τη δραστηριότητά της. Η αποδοχή της τουρκικής υποψηφιότητας, αποτέλεσε μία μεγάλη αλλαγή στην τουρκική προσέγγιση από τις αντιπαραθέσεις των προηγούμενων ετών, στο διάλογο και την συνεργασία. Μια εντεταγμένη στην Ένωση Τουρκία, θα σήμαινε την ομαλοποίηση των σχέσεων τους, αφού όποια διαφορά θα λυνόταν σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες, ενώ η Τουρκία θα άλλαζε στο εσωτερικό της.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι σήμερα, εκτός από κάποιες τυπικές συμφωνίες για οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, φάνηκε ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Ελσίνκι <<μπήκε στο συρτάρι>>. Ο πρόεδρος Ερντογάν που είχε αποφανθεί όταν είχε πρωτοεκλεγεί, ότι προσδοκεί την ευρωπαική πορεία της Τουρκίας, τα τελευταία χρόνια με τις πολιτικές του που χαρακτηρίζονται από προκλητικότητα, καταφέρνει να την απομακρύνει από την Ένωση. Η παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι διαρκής. Το παράνομο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο για οριοθέτηση ΑΟΖ παραβιάζει την κυριαρχία της Ελλάδας στην περιοχή της, ενώ εδώ και χρόνια η Τουρκία παρενοχλεί την ΑΟΖ της κυπριακής Δημοκρατίας συνεχώς. Τον τελευταίο καιρό σημειώνονται παραβιάσεις και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis που δυναμιτίζουν το κλίμα στην ανατολική μεσόγειο. Η Τουρκία, όπως φαίνεται πλέον αδιαφορεί για το Διεθνές Δίκαιο και στοχεύει στον εκβιασμό της Ελλάδας για να πάρει αυτό που θέλει. Πρόσφατες αναφορές της τουρκικής πλευράς έκαναν λόγο μέχρι και για πόλεμο, στον απόηχο της συμφωνίας της Ελλάδας με την Αίγυπτο αρχικά και με την Ιταλία έπειτα για οριοθέτηση ΑΟΖ και θαλασσίων ζωνών, στην περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει την κυριαρχία της στο Αιγαίο στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που όμως είναι σύμφωνο με το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Τουρκική προκλητικότητα του Ερντογάν καλλιεργήθηκε από τον ίδιο τα τελευταία χρόνια για να προπαγανδίζει κυρίως στο εσωτερικό της χώρας του και να βρίσκει ανάχωμα στις κριτικές που του ασκούνται για την οικονομία της χώρας, αλλά και την απομάκρυνση από την δύση. Οι κινήσεις του είναι τελείως αντίθετες με το ό,τι είχε συμφωνηθεί πριν τόσα χρόνια στο Ελσίνκι και φαινόταν ότι θα έφερνε την Ελλάδα και την Τουρκία στο δρόμο της συμφιλίωσης που σίγουρα θα βοηθούσε και τις δύο χώρες. Η Διεθνής κοινότητα, πλέον και ο αποδυναμωμένος ρόλος των ΗΠΑ, φαίνεται ότι δεν μπορούν να βοηθήσουν τις δύο χώρες όπως τότε. Η Ελλάδα θα πρέπει πάντα να στοχεύει στην ειρηνική επίλυση, αλλά θα πρέπει να είναι πάντα έτοιμη να υπερασπιστεί την εδαφική της ακεραιότητα.
Βιβλιογραφία
Υπουργείο Εξωτερικών, Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων https://www.mfa.gr/blog/dimereis-sheseis-tis-ellados/tourkia/
Αλφαβητάρι των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, 2010,https://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/en/2010/06/%CE%9A%CE%95%CE%99%CE%9C%CE%95%CE%9D%CE%9F-%CE%95%CE%A1%CE%93%CE%91%CE%A3%CE%99%CE%91%CE%A3-11_2010_-%CE%98-%CE%9D%CF%84%CF%8C%CE%BA%CE%BF%CF%82.pdf
Barchard David, Bulent Ecevit, The Guardianhttps://www.theguardian.com/news/2006/nov/07/guardianobituaries.turkey