Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Αποφάσεις και κρίσεις για την σφαγή της Σρεμπρένιτσα

Γράφει η Βιδάκη Αναστασία Νεφέλη

«Έξι αιώνες μετά είμαστε πάλι σε μάχες, αυτές δεν είναι ένοπλες αλλά και αυτές δεν αποκλείονται…» φέρεται να σημείωνε στις 28 Ιουνίου 1989 ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πρόεδρος της τότε Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Αναμφίβολα, η πτώση της Γιουγκοσλαβίας που ακολούθησε την επόμενη δεκαετία θα άλλαζε άρδην σε λίγα μόλις χρόνια τον Βαλκανικό χάρτη αλλά και την σύγχρονη ιστορία της περιοχής. Η διάψευση του σοσιαλισμού, με την μορφή που είχε λάβει στις χώρες αυτές και η αποσάθρωση του πολιτικού αυτού μορφώματος που είχε καταντήσει αυταρχικό και ανελεύθερο σηματοδοτήθηκαν από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των άλλοτε συμβιούντων πληθυσμών.

                  Εξαιτίας της γεωγραφικής εγγύτητας  των πολεμικών αυτών αναμετρήσεων με την χώρα μας, την ανάμειξη του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ, αλλά και την ευρύτατη δημοσιότητα που έλαβαν οι δίκες ενώπιον των αρμόδιων Διεθνών Δικαστηρίων, ο πόλεμος της Βοσνίας όπως θα ονομαστεί αργότερα εν συντομία είναι ένα ζήτημα γνωστό στο τοπίο της διεθνούς πολιτικής.

                  Ωστόσο, κάποιες πτυχές του πολέμου αυτού άργησαν πολύ να έρθουν στο φως και χρειάστηκαν πολλαπλές καταδίκες από τα αρμόδια Διεθνή Δικαστήρια. Μια από αυτές υπήρξε και η «σφαγή στη Σρεμπρένιτσα», όπου υπολογίζεται πως περίπου 8.000 Βόσνιοι μουσουλμάνοι άνδρες, γέροντες και αγόρια βρήκαν θάνατο από τους άνδρες του στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς, στρατιωτικού διοικητή των Σέρβων της Βοσνίας και οραματιστή μιας εθνικά καθαρής «Σερβικής Δημοκρατίας». Προκείμενου να εστιάσει κανείς στις δίκες που αφορούσαν την σφαγή αυτή, πρέπει να εξοικειωθεί με το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο και τις αντιμαχόμενες πλευρές.

                  Ήδη από τις 24 Οκτωβρίου 1991 οι Σέρβοι της Βοσνίας εγκατέλειψαν το βοσνιακό κοινοβούλιο και ίδρυσαν το Κοινοβούλιο των Σέρβων της Βοσνίας, ενώ ο Μάτε Μπόμπαν με την δημιουργία της Κροατικής Δημοκρατίας της Βοσνίας αποσχίστηκε επίσης από τους Μουσουλμάνους, ηγέτης των οποίων ήταν ο Αλία Ιζετμπέκοβιτς. Αξίζει, σε αυτό το σημείο, να σημειωθεί πως και οι τρεις είχαν σημαντικό εθνικιστικό υπόβαθρο. Οι τρεις αυτές αντιμαχόμενες παρατάξεις ίδρυσαν παραστρατιωτικές οργανώσεις που επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες, σε μαζικές δολοφονίες αμάχων πληθυσμών σε ένα πεδίο μάχης που ομοίαζε με  σκηνικό των προηγούμενων δύο μεγάλων πολέμων και σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε σύγκρουση των τελών του 20ου αιώνα.

                  Οι προαναφερθείσες ένοπλες δυνάμεις των Σέρβων της Βοσνίας από τα μέσα του 1992 ξεκίνησαν την πολιορκία της Σρεμπρένιτσα, μιας μουσουλμανικής κατά κόρον πόλης, στην ανατολική Βοσνία, 15 μόλις χιλιόμετρα από τη Σερβία που σήμερα ανήκει στην Βοσνία Ερζεγοβίνη. Το γεγονός αυτό δε θα έπρεπε να εκπλήσσει την διεθνή κοινότητα, αφού η στρατηγική θέση της πόλης μεταξύ της Σερβίας και της Βοσνίας, του μουσουλμανικού και του χριστιανικού πληθυσμού είχε πολλές φορές και στο παρελθόν πυροδοτήσει συγκρούσεις προερχόμενες και από τις δύο πλευρές.

                  Ο ΟΗΕ με σπασμωδικές κινήσεις και φοβούμενος την πτώση της πόλης στα χέρια του σερβοβόσνιου στρατού ήδη από το 1993 έσπευσε να χαρακτηρίσει τα 148 τ.χλμ. που την περίκλυαν ως ζώνη ασφαλείας. Εγκατέστησε, εκεί ολλανδούς κυανόκρανους της Δύναμης Προστασίας προκειμένου να εγγυηθούν την ασφάλεια της περιοχής και των κατοίκων της. Παρ’ όλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα, στις 11 Ιουλίου του 1995, η Σρεμπρένιτσα θα πέσει στα χέρια των παραστρατιωτικών του στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς. Οι προστατευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ, με περιορισμένο οπλισμό και χωρίς αεροπορική υποστήριξη, κατέφυγαν στη βάση τους στο Ποτοτσάρι, χωρίς να επιτρέψουν την παραμονή σε αυτή του αμάχου πληθυσμού που προσέφυγε για να σωθεί από τις ωμότητες στις οποίες επιδίδονταν το εχθρικό παραστρατιωτικό σώμα. Ο τραγικός επίλογος γράφτηκε με το αίμα χιλιάδων νεκρών και τα δάκρυα όσων έμειναν πίσω.

                  Ο επίλογος αυτός θα αποτελέσει τον πρόλογο της δικής μας μελέτης, αφού πυροδότησε τις δικαστικές κρίσεις, οι κυριότερες από τις οποίες θα παρουσιαστούν στην συνέχεια. Αυτές με την σειρά τους ξεκίνησαν από τις 20 Μαρτίου 1993, όταν η τότε Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κίνησε διαδικασίες στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (ICJ) κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, προβάλλοντας, ως σχετικές με την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, παραβιάσεις της Σύμβασης για την Πρόληψη και Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας.

                  Μετά την έναρξη ισχύος της Ειρηνευτικής Συμφωνίας του Ντέιτον, την Δημοκρατία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης διαδέχτηκε ως προσφεύγουσα η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, ως εναγόμενο μέρος διαδέχτηκε αρχικά η Σερβία και το Μαυροβούνιο και εν τέλει μόνο η Σερβία. Το ICJ μετά από πολυάριθμες ακροάσεις και με την μεσολάβηση 14 χρόνων εξέδωσε Απόφαση στις 26 Φεβρουαρίου 2007 και έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι πράξεις γενοκτονίας είχαν διαπραχθεί από μέλη της σερβοβόσνιας παραστρατιωτικής οργάνωσης  εντός και γύρω από τη Σρεμπρένιτσα από τις 13 Ιουλίου 1995 περίπου.

                  Σημείωσε βέβαια ότι η απόφαση να τελεστούν τα εν λόγω εγκλήματα είχε ληφθεί από μεμονωμένα μέλη της ηγεσίας του και δεν ήταν εφικτή η απόδειξη ότι είχαν σχεδιαστεί, ή διαπραχθεί, από πρόσωπα για τα οποία ήταν υπεύθυνα τα εναγόμενα μέρη, ότι υπήρχε γνώση ή συνενοχή του εναγομένου, με αποτέλεσμα η σφαγή να μην καταλογιστεί στη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Το πιο σημαντικό στοιχείο της Απόφασης αυτής που γέννησε και επόμενες, ήταν η αναγνώριση της υποχρέωσης για πρόληψη της γενοκτονίας, η οποία είναι μια υποχρέωση συμπεριφοράς και όχι αποτελέσματος. Έτσι, νομικά αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να χρησιμοποιούν όλα τα ευλόγως διαθέσιμα σε αυτά μέσα, έτσι ώστε να αποτρέπεται η γενοκτονία στο μέτρο του δυνατού, οπότε καταλογίζεται ευθύνη, εάν το κράτος προδήλως παρέλειψε να λάβει όλα τα μέτρα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, για την αποτροπή της γενοκτονίας, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει στην πρόληψή της.

                  Βασισμένο σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως οι αρχές της Γιουγκοσλαβίας είχαν επίγνωση των εντάσεων που κυριαρχούσαν στην περιοχή της Σρεμπρένιτσα μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων και, συνεπώς, του κίνδυνου να επέλθει αυτή η γενοκτονία. Θεώρησε ότι παρά την δυνατότητα άσκησης επιρροής στον σερβοβόσνιο στρατό εξαιτίας «πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών δεσμών» με αυτόν δεν έπραξαν τούτο για την πρόληψη της γενοκτονίας, αναγνωρίζοντας έτσι την διεθνή ευθύνη της Σερβίας.

                  Ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) που είχε διάρκεια ζωής 21 ετών, κατηγορήθηκαν πολλά άτομα για την ανάμειξή τους στη σφαγή. Στις 2 Αυγούστου 2001 η έδρα του δημοσίευσε την πολυσέλιδη και πιο σημαντική, ίσως, κρίση της (αρ. αποφ. IT-98-33-T), στην οποία ο υποστράτηγος Ραντισλάβ Κρστιτς κρίθηκε ένοχος για γενοκτονία, διώξεις και δολοφονίες και καταδικάστηκε σε σαράντα έξι χρόνια φυλάκισης. Εκείνος άσκησε έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής του, χωρίς να προβεί σε αμφισβήτηση των γεγονότων όπως αυτά είχαν περιγραφεί από το Δικαστήριο, εμμένοντας αποκλειστικά στη φύση και την έκταση της ποινικής του ευθύνης.                   Τελικώς, το Εφετείο έκρινε ότι, ελλείψει στοιχείων που επικύρωναν την ύπαρξη πρόθεσης γενοκτονίας, ο υποστράτηγος δεν δύναται να θεωρηθεί αυτουργός των διαπραχθέντων εγκλημάτων πολέμου. Αποφάνθηκε, όμως, περί της ενοχής του για παροχή βοήθειας και υποκίνηση γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, μειώνοντας την ποινή του σε τριάντα πέντε χρόνια ( αρ. αποφ. IT-98-33-Α). Η τελεσίδικη αυτή απόφαση εξεδόθη το 2004.

                  Το Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ένα εγχώριο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συστάθηκε βάσει της Ειρηνευτικής Συμφωνίας του Ντέιτον αποφάνθηκε επί 49 προσφυγών από τις συνολικά 1.800 (πχ απόφαση Selimović και Άλλοι κλπ). Αφορούσαν όλες τα γεγονότα της Σρεμπρένιτσα, διαπιστώνοντας παραβιάσεις των Άρθρων 3 και 8 τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνδυασμό με το Άρθρο 14 της Σύμβασης όσον αφορά τη μη παροχή πληροφοριών στους προσφεύγοντες για τους αγνοούμενους συγγενείς τους και τη μη διενέργεια οποιασδήποτε ουσιαστικής έρευνας. Υπογράμμισε ότι «οι εν λόγω παραβιάσεις [ήταν] ιδιαίτερα έκδηλες καθώς αυτό το γεγονός [είχε] ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη και πιο τρομακτική μαζική εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα» και ζήτησε την αποκάλυψη όλων των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Σερβική πλέον Δημοκρατία καθώς και την απελευθέρωση αιχμαλώτων οι οποίοι ήταν ακόμη ζωντανοί αλλά και την τέλεση «πλήρους, ουσιαστικής, εμπεριστατωμένης και λεπτομερούς έρευνας» από μέρους της. Την κάλεσε, επίσης, να καταβάλει το ποσό ύψους τεσσάρων εκατομμυρίων μετατρέψιμων μάρκων Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στο Ίδρυμα Μνήμης και Νεκροταφείο της Σρεμπρένιτσα – Ποτοτσάρι.

                  Κατόπιν αυτών των αποφάσεων, θα έλεγε κανείς πως αναγνωρίστηκε δικαστικά η ευθύνη της Σερβίας που διαδέχθηκε την Γιουγκοσλαβία μετά την κατάρρευσή της ως προς την μη αποτροπή της γενοκτονίας παρ’ όλου που θεσμικά και νομικά δεν συνδεόταν με τον σεβροβόσνιο στρατό και δεν έφερε ευθύνη για τις εγκληματικές ενέργειές του. Ωστόσο, μέχρι το 2007 δεν είχε επιρριφθεί καμία ευθύνη στους κυανόκρανους του ΟΗΕ που δεν προστάτευσαν ως όφειλαν τον άμαχο πληθυσμό που κατέφυγε σε αυτούς.

                  Τότε, δέκα γυναίκες, μέλη της οικογένειας των οποίων, υπήρξαν θύματα της γενοκτονίας και η ολλανδική ένωση «Μητέρες της Σρεμπρένιτσα» που εκπροσωπούσε 6.000 επιζώντες, προσέφυγαν σε Περιφερειακό Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας αποζημίωση από τα Ηνωμένα Έθνη και το Βασίλειου της Ολλανδίας επικαλούμενοι την από κοινού ευθύνη για την αποτυχία αποτροπής της γενοκτονίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο που δίκασε κατ’ έφεση την υπόθεση όσο και το Ανώτατο Δικαστήριο της Ολλανδίας αποφάνθηκαν πως τα Ηνωμένα Έθνη χαίρουν ασυλίας από την εγχώρια δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ενώ το τελευταίο αρνήθηκε να επιδιώξει την έκδοση προκαταρκτικής απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

                  Επόμενο βήμα των αιτούντων ήταν αναπόδραστα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην απόφασή του Stichting Mothers of Srebrenica and Others v. the. Netherlands , το ΕΔΔΑ σημείωσε ως προς το ζήτημα της ασυλίας του Οργανισμού πως ο καταλογισμός ευθυνών για τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα ή των συνεπειών της, είτε στα Ηνωμένα Έθνη, είτε στο κράτος των Κάτω Χωρών, ή σε οποιοδήποτε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο δεν είναι ζήτημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. Επιπλέον, έκρινε τον εαυτό του αναρμόδιο να εξετάσει κατά πόσον ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών είχε ηθική ή νομική υποχρέωση να άρει την ασυλία του Οργανισμού.

                  Ως προς την άρνηση παραπομπής για έκδοση προδικαστικής προσφυγής από το ΔΕΕ, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει πως η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται κανένα δικαίωμα παραπομπής μιας υπόθεσης από ένα εθνικό δικαστήριο σε άλλη εθνική ή διεθνή αρχή για την έκδοση προκαταρκτικής απόφασης. Ειδικότερα, έκρινε την αιτιολογία που είχε παραθέσει το Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών ως επαρκή. Το Δικαστήριο κατέληξε πως η Ολλανδία δεν είχε παραβιάσει τα άρθρα 6 και 13 της Σύμβασης για τα οποία είχαν προσφύγει οι ενδιαφερόμενοι και απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.

                  Ο δικαστικός αγώνας πέτυχε την αναγνώριση της γενοκτονίας και την καταδίκη μελών του σεβροβόσνιου στρατού, αλλά δεν άγγιξε στο ελάχιστο τον ΟΗΕ και τις ειρηνευτικές δυνάμεις που δεν ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους. Το μόνο διεθνές όργανο στο οποίο θα μπορούσε κάποιος να στηρίξει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά των Ηνωμένων Εθνών σε σχέση με τις πράξεις και παραλείψεις της UNPROFOR είναι η Συμφωνία για το καθεστώς της Δύναμης Προστασίας των Ηνωμένων Εθνών στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, 15 Μαΐου 1993, 1722 Σειρά Συνθηκών Ηνωμένων Εθνών (UNTS) 77, η οποία στο Άρθρο 48 ορίζει ότι θα συσταθεί για τον σκοπό αυτό μια επιτροπή αποζημιώσεων.

                  Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έχει συμβεί ακόμα, οπότε μένει να φανεί αν κάποια στιγμή θα πάρει σάρκα και οστά, μετρώντας, βέβαια, ήδη 25 χρόνια από την διάπραξη του τρομερού αυτού εγκλήματος πολέμου που συνεχίστηκε στις αίθουσες των δικαστηρίων για πολλά χρόνια, χωρίς να έχει αποφέρει για τις οικογένειες των θυμάτων, όμως, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Πηγές:

  1. Steven L. Burg and Paul S. Shoup, The War in Bosnia- Herzegovina: Ethnic Conflict and International Intervention Armonk, New York: M. E. Sharpe, 1999, σελ. 178-180
  2. Diana Johnstone, Fools’ Crusade: Yugoslavia, Nato, and Western Delusions, Pluto Press, 2002, σελ. 110
  3. Fotini Christia, The Bosnian Civil War, 1992–1995, Cambridge University Press, Cambridge, 2012
  4. Εφαρμογή της Σύμβασης για την Πρόληψη και Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου), Απόφαση, Εκθέσεις I.C.J. 2007, σ. 43
  5. Βοσνία – Σερβία: 25 χρόνια από την γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα, Καθημερινή, 2020, διαθέσιμο στον σύνδεσμο: https://www.kathimerini.gr/world/1086746/vosnia-servia-25-chronia-apo-tin-genoktonia-tis-sremprenitsa/. Τελευταία πρόσβαση: 14/12/2020.
  6. S. Leyersdorff & L. Melvern, ‘The Dutch Supreme Court Grants Immunity to the UN Regarding Srebrenica: A Legal Summary with Comments’, Genocide Prevention Now, 2012, No. 10.
  7. Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide, Dec. 9, 1948, 78 UNTS 277.
  8. Mothers of Srebrenica Ass’n v. Netherlands, Dist. Ct. The Hague July 10, 2008, No. 07-2973; App. Ct. The Hague Mar. 30, 2010, No. 200. 022.151/01; Sup. Ct. Neth. Apr. 13, 2012, No. 10/04437, Διαθέσιμο σε: http://www.asser.nl/default.aspx?site_id=36&level1=15248&level2=&level3=&textid=39956 . Τελευταία πρόσβαση: 14/12/2020