Γράφει η Κασσιανή Κοκτσίδου
Η αυγή του 21ου αιώνα έχει επιφέρει πολλές αλλαγές στο γεωπολιτικό σκηνικό για τα οποία τα κράτη δεν ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν. Η άνοδος της ισχύς των κρατών, των οποίων κύριο μέλημα είναι να μεγιστοποιήσουν την ισχύ τους, έχει προκαλέσει ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι και εγείρει ερωτήματα για το πως μπορούν τα κράτη να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν την παγκόσμια ισορροπία ισχύος, η οποία τείνει να αποσταθεροποιηθεί. Η μία όψη του νομίσματος εξετάζει τη διεκδίκηση για την κατάκτηση ενός ουσιαστικότερου ρόλου των κρατών στην παγκόσμια πολιτική σκηνή με γνώμονα τον ανταγωνισμό και τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας, ενώ από την άλλη πλευρά, το κύριο ζήτημα είναι η επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας.
Παρατηρώντας το διεθνές σύστημα σε βάθος δεκαετιών, φαίνεται ότι ο 21ος αιώνας έχει αναδείξει το ζήτημα ασφαλείας υπό αναθεώρηση με την ανάδυση των νέων ανταγωνιστικών δυνάμεων στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η μετάβαση από ένα μονοπολικό σύστημα σε αναδυόμενο πολυπολικό έχει αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, μιας ηγεμονικής δύναμης που κατάφερε να ηττηθεί με την εισβολή της Al-Qaeda το 2001 και το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, προκαλώντας την μεγαλύτερη καταστροφή που είχε γνωρίσει το αμερικανικό έδαφος. Το σύγχρονο διεθνές σύστημα χαρακτηρίζεται πλέον αναδυόμενο πολυπολικό λόγω της ταχείας ανάπτυξης των χωρών BRICS (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία) με εξαίρεση τη Νότια Αφρική. Στην παγκόσμια σκακιέρα, οι τρείς άξονες που επηρεάζουν το γεωπολιτικό σκηνικό των μεγάλων δυνάμεων βρίσκεται μεταξύ του παγκόσμιου στρατηγικού τριγώνου ΗΠΑ-Ρωσίας, ΗΠΑ-Κίνας και τέλος μεταξύ Ρωσίας-Κίνας. Φαίνεται πως οι δύο παγκόσμιες δυνάμεις, της Κίνας και Ρωσίας έρχονται αντιμέτωπες με έναν κοινό εχθρό, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως υποστηρίζει ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας J. Mearsheimer, ο στόχος των ΗΠΑ είναι ο ηγεμονισμός. Ωστόσο, η Κίνα αμφισβητεί αυτή την πρωτοκαθεδρία και επιδιώκει την αναθεώρηση της παγκόσμιας τάξης στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της μετααμερικανικής τάξης και επιδιώκει την επικράτηση του τίτλου του παγκόσμιου ηγέτη. Τουτέστιν, η ύπαρξη του ανταγωνισμού των δύο κυρίαρχων πόλων αποκτά πλέον τον χαρακτήρα συγκρουσιακής και όχι συνεργατικής πολιτικής.
Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων δεν είναι πρόσφατες. Μια σειρά εξελίξεων έχει προηγηθεί για να φτάσουμε στη σημερινή κρίση. To τρίγωνο πολέμου Κίνα-Κορέα-Ταιβάν που ξέσπασε το 1950 ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες να στηρίξουν την Ταιβάν και να αναπτύξουν δυνάμεις για την προστασία της. Στη συνέχεια, ακολούθησαν δύο κρίσεις των Στενών της Ταιβάν με την επίθεση των νησιών που είναι ελεγχόμενες από το αυτοδιοικούμενο νησί, ενώ αργότερα, (1979) οι ΗΠΑ για να εξασφαλίσουν διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο, θέσπισαν νόμο που να δεσμεύουν την παροχή αμυντικής πολιτικής στην Ταιβάν. Μια παρόμοια κρίση συνέβη το 1996, με την επιθετική πολιτική του Πεκίνο να εκτοξεύει πυραύλους και τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλαμβάνουν άμεσα δράση. Στα πιο πρόσφατα γεγονότα, η ένταση κορυφώθηκε με την εκλογή του D. Trump, να καταρρίπτει διπλωματικές σχέσεις δεκαετιών, κυρίως με την επιβολή υψηλών δασμών σε κινεζικά προϊόντα, εξοργίζοντας την Κίνα, ενώ o νέος πρόεδρος, J. Baiden υπογράμμισε πως εξακολουθεί να πρεσβεύει την πολιτική της υποστήριξης της Ταιβάν.
Ένα μείζον ζήτημα το οποίο ταλανίζει μέχρι πρότινος, όπως άλλωστε είδαμε με την επίσκεψη της Προέδρου της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Nancy Pelosi στην Ταπέϊ, η επίσκεψη της οποίας μεταφράζεται ως ζήτημα αμφισβήτησης και παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, προκάλεσε νέες δυσάρεστες εξελίξεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Η επίσκεψη σήκωσε κύμα αντιδράσεων από την πλευρά της Κίνας, που διεκδικεί την κυριαρχία του νησιού, με την αναστολή των διμερών σχέσεων που αφορούν τη συνεργασία για την κλιματική αλλαγή, το διασυνοριακό έγκλημα και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και εκτιμάται πως ο κίνδυνος να επιδεινωθούν οι σχέσεις είναι σε τέτοιο βαθμό που επηρεάσουν την παγκόσμια αρμονία γενικότερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποκλείουν την εμπλοκή ακόμα κι ενός πολέμου στηριζόμενη την Ταιβάν, όπως άλλωστε έγινε και με την παροχή της στρατιωτικής βοήθειας, βάσει του σχετικού νόμου 1979.
Η Κίνα υπό τον Χι Jinping υπολογίζεται πως έχει επιφέρει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και ανταγωνίζεται ισομερώς την δύναμη των ΗΠΑ με στόχο την μετατροπή εκσυγχρονισμού του στρατού και καθιστώντας τη μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα ως την ισχυρότερη δύναμη της παγκόσμιας τάξης. Λέγεται πως η Κίνα έχει αναπτύξει ένα καλά οργανωμένο δίκτυο αεράμυνας και διαθέτει, σε σχέση με τις ΗΠΑ, περίπου 2 εκ. έναντι των 1,4ε εκ. της τελευταίας, στελέχη εν υπηρεσία. Η Κίνα έχει εξελιχθεί σε μία αμυντική στρατιωτική δύναμη σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες που αποτελούν μια θαλάσσια δύναμη προστατευόμενη από δύο ωκεανούς. Αρκετοί διεθνολόγοι εκτιμούν πως σε μερικές δεκαετίες η τεχνολογική της ανάπτυξη καθώς και το ΑΕΠ θα ξεπερνούν κατά πολύ το αντίστοιχο των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι ΗΠΑ για να μπορέσουν να αποφύγουν τον επεκτατισμό της Κίνας, υιοθετούν μια πολυδιάστατη στρατηγική που επιχειρεί να θέσει εμπόδια στην οικονομική, τεχνολογική και διπλωματική ανάπτυξη του αντιπάλου της.
Ο ανταγωνισμός των δύο σημερινών μεγάλων δυνάμεων μεταξύ Κίνας- ΗΠΑ σχολιάστηκε εκτενώς από τον Graham Allison και παρομοιάστηκε με τους δύο κύριους ανταγωνιστικούς πόλους του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή Αθήνα και Σπάρτη. Το ανταγωνιστικό δίπολο που κυριαρχεί στις μέρες μας και ανακατατάσσει το γεωπολιτικό σκηνικό, καθιστά εξαιρετικά ασαφές αν θα μπορέσει να ξεφύγει από την λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη». Πιο συγκεκριμένα, o συγγραφέας παρομοιάζει την Κίνα με την Αθήνα, μιας δύναμης δηλαδή ανερχόμενης η οποία κατάφερε να προκαλέσει την αντίδραση της Σπάρτης, και τις ΗΠΑ με την Σπάρτη, της τότε καθεστηκυίας τάξης. Ο κίνδυνος μιας ανερχόμενης δύναμης, απειλούμενης να εκτοπίσει μια κυρίαρχη δύναμη οδήγησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο, στη σύγκρουση δηλαδή μεταξύ των δύο κυρίαρχων πόλων. Τα κράτη κινδυνεύουν να πέσουν στην λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη» η οποία παραμένει ενεργή και απειλεί να οδηγήσει σε πόλεμο. Για να μπορέσει να αποφευχθεί αυτό, θα χρειαστεί οι ΗΠΑ να κάνουν ένα βήμα πίσω και να αποδεχτούν μια κινεζική επήρεια στο αμερικανικό πεδίο.
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα λεχθέντα, καθίσταται σαφές ότι, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επιδιώκει να αυξήσει τη στρατηγική της αναπτύσσοντας οικονομικούς και διπλωματικούς δεσμούς με τους γείτονές της ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να μειώσει τον ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, οι ΗΠΑ υποφέρουν από μια εσωτερική κρίση και αποσκοπούν να αποδυναμώσουν την Κίνα ξεκινώντας έναν νέο Ψυχρό πόλεμο, ο οποίος μόνο ταραχή μπορεί να προκαλέσει. Τουτέστιν, η σχέση μεταξύ των δύο πόλων χαρακτηρίζεται από μια αλληλεξάρτηση, κυρίως οικονομική-εμπορική, αλλά πολύ περισσότερο από μια μόνιμη συγκρουσιακή.
Βιβλιογραφία
John J. Mearsheimer (2011). Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα, σ. 101.
Γιώργος Τζογόπουλος (2022). ΗΠΑ-Κίνα: Πόσο θα τραβήξουν το σκοινί; Διαθέσιμο σε:
https://www.ot.gr/2022/08/12/apopseis/experts/ipa-kina-poso-tha-traviksoun-toskoini/
Καθημερινή (2022). ΗΠΑ: Η Κίνα <<τιμωρεί τον κόσμο>> με την αναστολή των διμερών συνομιλιών για το κλίμα. Διαθέσιμο σε:
Iefimerida (2022). Οι ημερομηνίες ορόσημα στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνα-Ταιβάν: Πως φτάσαμε στο σημερινό <<μη περαιτέρω>>. Διαθέσιμο σε:
https://www.iefimerida.gr/kosmos/ipa-kina-taiban-pos-ftasame-sto-simera
Οικονομικός Ταχυδρόμος (2022). Ο στρατός της Κίνας πλησιάζει σε ικανότητες τις ΗΠΑ, είναι όμως ετοιμοπόλεμος; Διαθέσιμο σε:
Council on Foreign Relations. U.S-China Relations. Διαθέσιμο σε: https://www.cfr.org/timeline/us-china-relations
Μελέτης Μελετόπουλος (2022). Η παγίδα του Θουκυδίδη. Διαθέσιμο σε:
https://www.in.gr/2022/08/26/apopsi/pagida-tou-thoukydidi/
Ryan Hass (2021). How China is responding to escalating strategic competition with the US. Διαθέσιμο σε: