Γράφει ο Δημήτρης Πανταζής
Πολλά είναι αυτά που άλλαξαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στις διεθνείς σχέσεις. Ο αδιαμφισβήτητος ηγεμονισμός του δυτικού πολιτισμού και ο παραγκωνισμός των ιδεολογικών συγκρούσεων δεν κατάφεραν ωστόσο να σταθούν τροχοπέδη στην ανάδειξη νέων παραγόντων διατάραξης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, όπως οι εθνοτικές συγκρούσεις, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και το οργανωμένο έγκλημα, που μέχρι τότε δεν αποτελούσαν μείζονα προτεραιότητα για την παγκόσμια κοινότητα. Οι νέοι ορίζοντες, της δεκαετίας του ’90, πρώτον έθεταν προς αναθεώρηση ένα ολόκληρο οικοδόμημα διεθνούς ασφαλείας, που ήταν αμιγώς βασισμένο στη διατήρηση της τάξης καθώς και έναν ανταγωνισμό ισχύος και επικυριαρχίας, δεύτερον εξώθησαν προς αναβάθμιση τη διεθνή οργάνωση, με βασικό εκπρόσωπο τον ΟΗΕ, αποσκοπώντας σε μία νέα ατζέντα θεμάτων, που θα περιελάμβανε την επίλυση ζητημάτων ανθρωπιστικού χαρακτήρα και ανθρώπινης ασφάλειας (Χειλά & Αθανασόπουλος 2009, σ.611).
Η Παγκόσμια Σύνοδος Κορυφής του ΟΗΕ το 2005 κατέταξε την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και την αποτροπή γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εθνοκαθάρσεων καθώς και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στα ζητήματα μείζονος ενδιαφέροντος για τη διεθνή κοινωνία. Για το λόγο αυτό αφενός υιοθετήθηκε επισήμως το δόγμα περί «Ευθύνης Προστασίας (Responsibility to Protect)», αφετέρου νομιμοποιήθηκε το αναγκαίο μέτρο της ενεργοποίησης του συστήματος συλλογικής ασφάλειας των ΗΕ, υπό τη μορφή ανθρωπιστικών επεμβάσεων (Περράκης 2013, σ.115). Προηγουμένως η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είχε ήδη υιοθετήσει τη Διακήρυξη της Χιλιετίας (2000), με την οποία τα κράτη-μέλη τόνιζαν την επιτακτική αναγκαιότητα να καταπολεμηθούν μια σειρά από ζητήματα που επηρεάζουν την ανθρώπινη ασφάλεια (Κεφ. ΙΙ/Αρθ.9)[i].
Η νομιμοποίηση των εξωτερικών επεμβάσεων στο εσωτερικό έτερων κρατών, όταν θίγονται ανθρωπιστικά ζητήματα, δεν αποτελεί ωστόσο μία καινοτομία της Συνόδου. Παρόλο που η μεταβεστφαλική[ii] τάξη πραγμάτων αποτρέπει την επέμβαση ξένων δρώντων στις νόρμες διακυβέρνησης ενός κράτους, η ιστορική πραγματικότητα της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας (Δεκ. ’90) παρουσιάζει ενδείξεις δραστηριοποίησης της διεθνούς κοινότητας, ειδικά ως προς τα παραπάνω ζητήματα, προτού ακόμα η ίδια η διεθνής οργάνωση οριοθετήσει ευκρινώς το αναγκαίο πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο.
Τα Βαλκάνια εδώ αποτέλεσαν -όχι μεμονωμένα- την απαρχή της πρακτικής εφαρμογής των τάσεων αυτών. Η Κρίση στο Κοσσυφοπέδιο αποτελεί μία εξαιρετικά ιδιάζουσα περίπτωση μιας και στην περιοχή παρατηρούταν διαχρονικά ιδιόμορφη σχέση του ρόλου της θρησκείας και της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού καθώς και μία ιδιότυπη αλληλεπίδραση μεταξύ του ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους και μίας σχετικής αυτονομίας της περιοχής (Βερέμης 2000, σ.13). Η κατάρρευση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε σταδιακά τις αναγκαίες προϋποθέσεις για βίαιες εθνοτικές διαμάχες μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων με σκοπό την απόσχιση και λαϊκή αυτοδιάθεση από την κεντρική ομοσπονδιακή εξουσία. Το γεγονός αυτό υπήρξε απόρροια μιας σειράς εξελίξεων στην περιοχή που επιγραμματικά συνοψίζονται γύρω από (α) μία σερβική προσπάθεια ομογενοποίησης του αλβανόφωνου πληθυσμού με σερβικό στοιχείο, (β) την αθέτηση της συνταγματικής αυτονομίας της περιοχής από τον Σέρβο πρόεδρο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, (γ) την αναμενόμενη αντίδραση των Κοσσοβάρων, που εκφράστηκε με την δημιουργία του «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσόβου (KLA ή UÇK), η δράση του οποίου σημειωτέον εντάθηκε σημαντικά την περίοδο 1998-1999 και (δ) την θέληση των Σέρβων να «απαλλαγούν οριστικά» από το ζήτημα των Κοσσοβάρων μέσα από κινήσεις με εμφανή χαρακτηριστικά εθνοκάθαρσης (Πανταζής 2019, σ.37-8). Η επικείμενη αντίδραση της διεθνούς κοινότητας υπήρξε αποτέλεσμα του φόβου μιας μεγιστοποίησης της ανθρωπιστικής κρίσης ως απόρροια των τελευταίων σερβικών κινήσεων (Wentz 2002, σ.6-7).
Πώς αξιολογείται όμως η αντίδραση αυτή; Η συζήτηση γύρω από το αν και κατά πόσο οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις εκπληρώνουν απόλυτα το σκοπό τους και αν τελικά το θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκές για την εκδήλωσή τους, είναι δαιδαλώδης.
Πριν εξεταστούν ωστόσο μερικές από τις αναλύσεις που άπτονται της ουσίας της συζήτησης για τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις, σε συνάρτηση φυσικά με την περίπτωση του Κοσσόβου, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη ορισμένες παραδοχές. Είναι σαφές ότι στο διεθνές δίκαιο η νομιμοποίηση της ένοπλης χρήση βίας εδράζεται σε δύο βασικές κατηγορίες καταστάσεων. Η πρώτη, αφοράτο φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας ύστερα από επίθεση τρίτου (Άρθρο 51/ΧαρτΗΕ), ενώ η δεύτερη αφορά την εξουσιοδότηση, από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, της χρήσης ένοπλης βίας απέναντι σε τρίτο προς αποκατάσταση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, μέσω ενός συλλογικού συστήματος άμυνας (Άρθρο 42/ΧαρτΗΕ). Συνεπώς προκειμένω να υπάρξει συλλογική ένοπλη επέμβαση στο εσωτερικό τρίτου κράτους, με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης ασφάλειας, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση η παράλληλη ύπαρξη σχετικής εξουσιοδότησης. Στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου η παγκόσμια επιφύλαξη εκφράστηκε με το Ψήφισμα 1244/99 του Συμβουλίου Ασφαλείας, χωρίς ωστόσο να τεθεί ζήτημα δράσεων συλλογικής ασφάλειας.
Η στρατιωτική ασφάλεια της επιχείρησης που ιδρύθηκε (UNMIK) ανατέθηκε στο ΝΑΤΟ, σε εκτέλεση του ίδιου Ψηφίσματος, ιδρύοντας την KFOR, τη Δύναμη Κοσσυφοπεδίου. Επισημαίνεται ότι το ΝΑΤΟ ενεπλάκη ενόπλως στην κρίση προτού ο ΟΗΕ εξουσιοδοτήσει σχετικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Το πολιτικό σκέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, μεθερμηνεύοντας, πιθανώς εσκεμμένα, το Ψήφισμα 1189/98 του ΣΑ/ΟΗΕ, το οποίο καλούσε σε διάλογο τις δυο πλευρές και απομάκρυνση των σερβικών δυνάμεων από την περιοχή, παρότρυνε τα κράτη μέλη να προβούν σε εναέριους βομβαρδισμούς σε σερβικούς στόχους (Harsch 2015, σ. 60-63).
O Μ. Harsch (2015, σ. 63-65) αποδίδει την παρακαμπτήρια αυτή απόφαση στην έλλειψη πρωτοβουλίας των ΗΠΑ να νομιμοποιήσουν, μέσω του ΣΑ, στρατιωτικές ενέργειες, υπό τον φόβο μίας κινεζικής και ρωσικής αρνησικυρίας, ελλείψει διαδικασιών αναφορικά με τις περιπτώσεις εσωτερικών συγκρούσεων, όπως αυτή στη Γιουγκοσλαβία. Οι Ε. Χειλά & Α. Αθανασόπουλος (2009, σ.630-8), σε μία εκτενή μελέτη για τα διλήμματα της μονομερούς ένοπλης επέμβασης του ΝΑΤΟ στην περιοχή αναφέρουν ότι, πολλοί μελετητές θεωρούν πως το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο αιτιολόγησε τη δράση του στη βάση της υπευθυνότητας, των φιλελεύθερων αξιών, του δικαίου πολέμου, του οικουμενισμού και του φιλειρηνισμού των κρατών-μελών, εντός ενός σχήματος «παράνομη μεν – νομιμοποιημένη δε».
Η νομική αντιπαράθεση πάντως ως προς το Κόσσοβο, μέχρι και σήμερα, κινείται ανάμεσα στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, την οποία επικαλέστηκαν ουκ ολίγες φορές οι Κοσσοβάροι, και της αρχής της εδαφικής κυριαρχίας των κρατών, που επικαλέστηκε το κατακερματισμένο γιουγκοσλαβικό κράτος με εκφραστές τους Σέρβους (Λιάκουρας 2009, σ. 79-80).
Οι Α. Bellamy και Ν. Wheeler (2013, σ.706-12), επιχειρηματολογώντας για τις πολιτικές των ανθρωπιστικών επεμβάσεων, κατηγορούν τη διεθνή κοινότητα για «επιλεκτική αντίδραση» και ισχυρίζονται ότι ειδικά για την περίπτωση του Κοσσόβου υπήρξε «υπερβολικό» ενδιαφέρον, ενώ αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως η Ρουάντα και το Νταρφούρ στο Σουδάν, το ενδιαφέρον ήταν ελάχιστο. Προσθέτουν επίσης ότι η ένοπλη επέμβαση του ΝΑΤΟ μπορεί μεν να έχαιρε μίας ευαισθησίας απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, δεν έπαυε ωστόσο να καθοδηγούταν και από άλλες παραμέτρους, όπως οι φόβοι για ένα μεταναστευτικό κύμα ή η διάχυση μίας παρόμοιας κρίσης σε γειτονικά βαλκανικά κράτη. Πάντως, για πολλούς μελετητές η ουσία της επιχειρηματολογίας είναι ότι μία επέμβαση είναι νομιμοποιημένη, μιας και το νέο περιβάλλον ασφαλείας έχει απολέσει τα εθνοκεντρικά του χαρακτηριστικά, ειδικά όταν το κράτος δεν μπορεί εμφανώς να προάγει την ανθρώπινη ασφάλεια (Χειλά 2013,σ.78-9).
Η μη εξουσιοδοτημένη στρατιωτική δράση του ΝΑΤΟ στο Κόσσοβο, παρά το φόβο για αύξηση των μονομερών ενεργειών, δημιούργησε πάντως τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να πάρει σάρκα και οστά η αρχή της «Ευθύνης Προστασίας», η οποία υιοθετήθηκε το 2005, όπως διατυπώθηκε στην αρχή του κειμένου (Ηρακλείδης 2011,σ.162-4).
Κλείνοντας αυτό το άρθρο για την απαρχή του δόγματος των ανθρωπιστικών επεμβάσεων -με τη σημερινή του μορφή- ως ζήτημα διεθνούς ασφάλειας που απασχολεί όλο και περισσότερο τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη στη σύγχρονη ατζέντα της διεθνούς πολιτικής, είναι εμφανές ότι οι δράσεις τέτοιου χαρακτήρα από τα κράτη πιθανότατα να βρίσκονται σε εξάρτηση με άλλα, συγγενή, συμφέροντα. Παρόλο που η μεταψυχροπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη κινητικότητα ως προς τα θέματα αυτά, είναι αναγκαίο η επίλυση των ανθρωπιστικών προβλημάτων να αποτελέσει τον κατεξοχήν στρατηγικό στόχο της διεθνούς κοινωνίας, μέσα από ένα αυξημένης τυπικής ισχύος θεσμικό πλαίσιο.
Πηγή εικόνας
Deutsche Welle, https://www.dw.com/en/start-of-the-kosovo-war-1999/a-16765955
Βιβλιογραφία
- Bellamy, Α., & Wheeler, Ν., (2013) “Η ανθρωπιστική επέμβαση στην παγκόσμια πολιτική”, στο Baylis, J., et al (επιμ.) H Παγκοσμιοποίηση της Διεθνούς Πολιτικής: Μια εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις. Αθήνα, Επίκεντρο.
- Harsch, Μ., (2015) The Power of Dependence: NATO-UN Cooperation in Crisis Management. Oxford, Oxford University Press
- McGrew, Α., (2013) “Παγκοσμιοποίηση και παγκόσμια πολιτική”, στο Baylis, J., et al (επιμ.) H Παγκοσμιοποίηση της Διεθνούς Πολιτικής: Μια εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις. Αθήνα, Επίκεντρο.
- Wentz, L., (2002) Lessons From Kosovo: The KFOR Experience. Washington DC, Command and Control Research Program (διαθέσιμο: http://www.dodccrp.org/files/Wentz_Kosovo.pdf) (1/10/20)
- Βερέμης, Θ., (2000) Κοσσυφοπέδιο: Η Μακρόσυρτη Κρίση. Αθήνα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη
- Ηρακλείδης, Α., (2011) Ανάλυση και Επίλυση Συγκρούσεων, μία Εισαγωγή. Αθήνα, Ι. Σιδέρης.
- Λιάκουρας, Π., (2009) “Η προβληματική της απόσχισης υπό το φως των εξελίξεων στο Κόσσοβο”, στο Περράκης, Σ. (επιμ.) Ματιές στο Σύγχρονο Τοπίο των Δυτικών Βαλκανίων, Αθήνα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης
- Πανταζής, Δ., (2019) Η ελληνική αρχιτεκτονική άμυνας και ασφάλειας και το ΝΑΤΟ: H ελληνική συμμετοχή στη δύναμη Κοσσυφοπεδίου (KFOR). Αθήνα, ΕΚΠΑ – Πέργαμος (Πτυχιακή Εργασία) (διαθέσιμο: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/2876039#contents) (1/10/20)
- Περράκης, Σ., (2013) Διαστάσεις της Διεθνούς Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αθήνα, Ι. Σιδέρης
- Σαρηγιαννίδης, Μ., (2015) Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, Βασικά Νομοθετήματα. Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σάκκουλα
- Χειλά, Ε., (2013) Οι Διεθνείς Συγκρούσεις στον 21ο Αιώνα: Ζητήματα Θεωρίας και Διαχείρισης. Αθήνα, Ποιότητα
- Χειλά, Ε. & Αθανασόπουλος, Α. (2009) “Εθνοτική σύγκρουση και ανθρωπιστική επέμβαση: η περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου”, στο Κουρβετάρης, Γ. (επίμ) Τα Νέα Βαλκάνια: Η γεωπολιτική της διεθνούς ασφάλειας και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αθήνα, Ηρόδοτος.
[i] Βλ. ενδ. Σαρηγιαννίδης 2015, σ. 531-3.
[ii] Η Συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) τερμάτισε τον Τριακονταετή Πόλεμο και εισήγαγε στην παγκόσμια πολιτική το δικαίωμα ενός κράτους για αυτόνομη διακυβέρνηση, εντός της εδαφικής επικράτειάς του, μακριά από τις παρεμβάσεις/επεμβάσεις ξένων δρώντων στο εσωτερικό του (βλ. ενδ., McGrew 2013, σ.35).