Loading...
Latest news
Κλιματική Αλλαγή, Περιβαλλοντολογικά Προβλήματα και Δίκαιο Ενέργειας

Ανανεώσιμες Πηγές ενέργειας: Μία συνολική επισκόπηση και οι επιδράσεις του COVID-19

Γράφει η Καλλιόπη Λένναξ

Η ενέργεια συνιστά τον κινητήριο μοχλό για τη λειτουργία των κοινωνιών, τόσο σε επίπεδο πολιτών (μετακινήσεις, θέρμανση, ηλεκτρισμός), όσο και σε επίπεδο κρατών (βιομηχανία, ναυτιλία, αεροπορία, ένοπλες δυνάμεις, συμβατικά οπλικά συστήματα). Οι ενεργειακές προκλήσεις στο σύνθετο, πολυδιάστατο διεθνές περιβάλλον έχουν συμβάλλει καθοριστικά στη –μερική ή ολική- μετάβαση από τα συμβατικά ενεργειακά συστήματα σε συστήματα που βασίζονται ουσιαστικότερα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην Ευρώπη, αλλά και ευρύτερα. Προκλήσεις όπως η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια, η μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενεργειακών πόρων, η περιορισμένη διαφοροποίηση των πηγών, η εξάντληση των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, οι δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι υψηλές και ασταθείς ενεργειακές τιμές ως αποτέλεσμα της ανισορροπίας και των εσωτερικών αναταραχών στις χώρες παραγωγής και διαμετακόμισης, έχουν από κοινού επιταχύνει μία αλματώδη στροφή στην καθαρή, «πράσινη» ενέργεια, αλλάζοντας τα δεδομένα και τις απαιτήσεις των κρατών.

Η παρούσα ανάλυση συνιστά μία επισκόπηση της θέσης, των πλεονεκτημάτων και του κόστους των ΑΠΕ σήμερα, καθώς και των διακυμάνσεων που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός.

I. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ρόλος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) ήταν περιορισμένος, καθώς δεν θεωρούνταν αρκετά ανταγωνιστικές κι αποδοτικές. Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το σήμερα, αφού, σύμφωνα με έκθεση του «Δικτύου Πολιτικής Ανανεώσιμων Πηγών», «REN21 Renewables Now» που παρουσιάστηκε στο Αμπού Ντάμπι, κάθε χρόνο επενδύονται περισσότερα χρήματα στις ΑΠΕ απ’ ό,τι στα ορυκτά καύσιμα και πυρηνική ενέργεια μαζί. Ειδικότερα, μέσα από μία παγκόσμια επισκόπηση, παρατηρούμε πως εντός μίας πενταετίας, οι ΑΠΕ αυξήθηκαν τρεις φορές ταχύτερα από τα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια, εξακολουθώντας, όμως, να αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1/3 της αύξησης της συνολικής ζήτησης για ενέργεια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ μόλις 19 χώρες είχαν τουλάχιστον 10 GW (γιγαβάτ) ανανεώσιμης ισχύος πριν μία δεκαετία, ο αριθμός των χωρών ανήλθε σε 32 για το 2019. Το ίδιο έτος, η παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα της Εικόνας 1, αυξήθηκε περισσότερο από 200 gigawatts (από 2.387 GW το 2018 σε 2.558 GW το 2019), καταγράφοντας την υψηλότερη αύξηση που είχε ποτέ σημειωθεί.

Η μεγαλύτερη πρόοδος σημειώθηκε στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σημαντική ήταν αύξηση συμμετοχής των ΑΠΕ στη θέρμανση, την ψύξη και τις μεταφορές. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια αποτελούν πλέον τις κυριότερες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το κόστος τους γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό σε σύγκριση με τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής ορυκτών καυσίμων. Μάλιστα, σήμερα, η παγκόσμια παραγωγή ρεύματος από αιολική και ηλιακή ενέργεια έχει ξεπεράσει κατά 10 φορές τις αρχικές προβλέψεις. Έτσι, σε παγκόσμια κλίμακα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ είναι πιο οικονομική από την αντίστοιχη παραγωγή από μονάδες παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα ή φυσικό αέριο.

Εικόνα 3: Μερίδιο ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τέλη 2019 (Πηγή: REN21)

Ανοδική πορεία, χωρίς αισθητή αλλαγή σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ακολούθησαν και οι επενδύσεις σε ΑΠΕ για το 2019, οι περισσότερες εκ των οποίων αφορούσαν σε τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας παρά σε άλλες τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Συνολικά, η αύξηση 2% των παγκόσμιων επενδύσεων σε ΑΠΕ και καύσιμα αντιπροσώπευε περίπου 301,7 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ για το 2019.

Η παγκόσμια στροφή στις ΑΠΕ αποδεικνύεται τόσο σε επίπεδο κρατών, όσο και σε επίπεδο πολιτών, με κύρια παραδείγματα (α) τη δέσμευση 77 χωρών, 10 περιφερειών και περισσότερων από 100 πόλεων για καθαρές εκπομπές μηδενικού άνθρακα ως το 2050, (β) την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί δημιουργίας ενός «χάρτη πορείας» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για τη δημιουργία της πρώτης ηπείρου με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα (CO2) ως το 2050, (γ) τη δέσμευση ιδρυμάτων (συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Κρατικού Επενδυτικού Ταμείου της Νορβηγίας και της Αμερικανικής Επενδυτικής Τράπεζας Goldman Sachs) να απελευθερωθούν, μερικώς ή πλήρως, από τα ορυκτά καύσιμα, όπως επίσης και (δ) την έγκριση της πρωτοβουλίας της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης «Desert to Power» από τους αρχηγούς κρατών του G5 Sahel, με στόχο διασφάλιση της πρόσβασης σε ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας σε 11 αφρικανικές χώρες στην περιοχή Sahel. Ταυτόχρονα, (ε) οι κλιματικές απεργίες που πραγματοποιήθηκαν σε τουλάχιστον 150 χώρες αντανακλούν εξίσου την αυξημένη ευαισθητοποίηση και κατανόηση του επείγοντα χαρακτήρα της δράσης ενάντια στην κλιματική αλλαγή.

Η στροφή στις ΑΠΕ είναι εύλογη, εάν αναλογιστεί κανείς τόσο τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που προσφέρουν, με κύρια τις χαμηλές εκπομπές άνθρακα και τη μειωμένη ατμοσφαιρική ρύπανση, όσο και τα κοινωνικό-οικονομικά τους οφέλη, τα οποία έχουν γίνει εμφανή μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, χάρη στην ανάπτυξη τεχνολογιών ΑΠΕ. Χαρακτηριστικά, από μόνος του ο ορισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εμπερικλείει τα πλεονεκτήματα της ενέργειας, προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές: «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική ενέργεια, ηλιακή ενέργεια, υδροηλεκτρική ενέργεια, ενέργεια από τους ωκεανούς, γεωθερμική ενέργεια, βιομάζα και βιοκαύσιμα) αποτελούν εναλλακτικές λύσεις αντί των ορυκτών καυσίμων και συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού και στη μείωση της εξάρτησης από αναξιόπιστες και ασταθείς αγορές ορυκτών καυσίμων, ειδικότερα πετρελαίου και φυσικού αερίου».

Θα μπορούσαμε σε αυτά να προσθέσουμε

  1. την αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας, την αύξηση της αξιοπιστίας, της ανθεκτικότητας και της αποδοτικότητας,
  2. τη βελτίωση και προστασία της ανθρώπινης υγείας,
  3. την ευρύτερη πρόσβαση σε ενέργεια, χάρη στη βιωσιμότητα και την αξιοπιστία των δικτύων ΑΠΕ,
  4. την άμβλυνση της ενεργειακής φτώχιας,
  5. τον περιορισμό των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Ταυτόχρονα, οι ΑΠΕ χαρακτηρίζονται από ελαστικότητα, καθώς οι σχετικές τεχνολογίες μπορούν να αναπτυχθούν γρήγορα όπου χρειάζεται, παρέχοντας ηλεκτρική ενέργεια, χωρίς πολύπλοκα και χρονοβόρα έργα υποδομής. Αυτό τις καθιστά τις λιγότερο επιρρεπείς σε αστοχίες μεγάλης κλίμακας, κατά τη διάρκεια, λόγου χάρη, σοβαρών καιρικών φαινομένων ή σύνθετων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

Ένα τελευταίο θετικό χαρακτηριστικό είναι ο πολλαπλασιασμός των θέσεων εργασίας. Μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του IRENA, ο τομέας των ΑΠΕ απασχολούσε 10,3 εκατομμύρια ανθρώπων παγκοσμίως το 2017, νούμερο-ρεκόρ, λόγω των αυξανόμενων επενδύσεων, οι οποίες με τη σειρά τους πραγματοποιήθηκαν κατόπιν της ταχείας πτώσης του κόστους, των τεχνολογικών βελτιώσεων και των κυβερνητικών πολιτικών για την υποστήριξη τέτοιων πηγών (βλ. Εικόνα 4).

Εικόνα 4: Εκτιμώμενες θέσεις απασχόλησης σε ΑΠΕ, σε Ινδία, Κένυα και Νιγηρία, 2017-2018 (Πηγή: REN21)

Εντούτοις, αν και οι ΑΠΕ ακολουθούν πορεία μείωσης του κόστους τους (ενδεικτικά: οι τιμές των ηλιακών φωτοβολταϊκών μονάδων έχουν μειωθεί κατά περίπου 80% από τα τέλη του 2009, ενώ οι τιμές των ανεμογεννητριών έχουν μειωθεί κατά 30%-40%), εξακολουθεί να υπάρχει η ξεπερασμένη αντίληψη πως οι ΑΠΕ είναι λιγότερο ανταγωνιστικές, εμποδίζοντας αισθητά την ανάπτυξή τους. Έτσι, κυριαρχούν τα ορυκτά καύσιμα, το πραγματικό κόστος των οποίων εκτιμάται σε 5,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του εκτιμώμενου κόστους των αρνητικών εξωτερικοτήτων τους, όπως την ατμοσφαιρική ρύπανση, την κλιματική αλλαγή και την κυκλοφοριακή συμφόρηση. Σε κάθε περίπτωση, η απορρόφηση ανανεώσιμων πηγών σε κτίρια, βιομηχανία και μεταφορές θα παραμένει περιορισμένη, ελλείψει πολιτικής υποστήριξης και επιτάχυνσης στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών (όπως τα προηγμένα βιοκαύσιμα).

IΙ. ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ COVID-19

Η εμφάνιση και η ταχεία εξάπλωση του COVID-19 στα τέλη του 2019, που μετατράπηκε σε πανδημία στις τις αρχές του 2020, δημιούργησε μία παγκόσμια υγειονομική και οικονομική κρίση, επηρεάζοντας εξίσου τον ενεργειακό τομέα σε ολόκληρο τον κόσμο. Με άλλα λόγια, προκειμένου να επιβραδύνουν την εξάπλωση του νέου κορωνοϊού και να περιορίσουν στο μέτρο του δυνατού την όξυνση της υγειονομικής κρίσης, οι κυβερνήσεις επέβαλαν καθολικά ή τοπικά lockdown (καραντίνα) στο εσωτερικό των κρατών, περιορίζοντας τις μετακινήσεις, και κατά συνέπεια «παγώνοντας» τις οικονομίες και τη ζήτηση ενέργειας. 

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης «REN21 Renewables Now», η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε κατά 2,5% το πρώτο τρίμηνο του 2020, ενώ η ζήτηση για άνθρακα και πετρέλαιο μειώθηκε κατά σχεδόν 8% και 5% αντίστοιχα, παρά την πτώση των τιμών πετρελαίου, λόγω υπερπροσφοράς των δύο μεγαλύτερων προμηθευτών πετρελαίου (Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας), ασυμφωνίας στην επιβολή πλαφόν, επιβολής lockdown και πτώσης της ζήτησης. Αντιθέτως, οι ΑΠΕ ήταν η μόνη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας που σημείωσε αυξημένη ζήτηση, κυρίως λόγω του χαμηλού λειτουργικού κόστους. Το μερίδιο του εφοδιασμού από ΑΠΕ έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στην Κίνα, την Ευρώπη, την Ινδία και τις ΗΠΑ. Τα συστήματα διανομής ΑΠΕ (DREA) υπήρξαν ανεκτίμητα αφού τροφοδοτούσαν εγκαταστάσεις υγείας και άλλες βασικές υπηρεσίες σε πολλές αγροτικές κι απομακρυσμένες κοινότητες.

Γενικότερα, όμως, η κρίση είχε άμεσες επιπτώσεις σε ολόκληρο τον τομέα των ΑΠΕ, ξεκινώντας από τους φορείς εκμετάλλευσης των δικτύων που συνάντησαν άνευ προηγουμένου μερίδια παραγωγής, ως τους προγραμματιστές έργων που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις διαταραχές της αλυσίδας εργασίας και εφοδιασμού. Ενδεικτικά, τα ηλιακά φωτοβολταϊκά έργα της Κίνας, που αντιπροσώπευαν το 70% της παγκόσμιας προσφοράς, σταμάτησαν λόγω κλεισίματος των κινεζικών εργοστασίων, ενώ παρά τη λειτουργία των ευρωπαϊκών εργοστασίων ανεμογεννητριών και εξαρτημάτων, οι προμήθειές τους από την Κίνα διακόπηκαν. Ταυτόχρονα, οι τεχνολογίες ΑΠΕ υπέστησαν πίεση από τις χαμηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στη μειωμένη παραγωγή ΑΠΕ συνέβαλαν οι περιορισμένες επιλογές αποθήκευσης ή εξαγωγής πλεονάζουσας παραγωγής, η μειωμένη ζήτηση και οι αδυναμία ακριβών προβλέψεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης θα εξαρτηθούν από ένα πλήθος πολύπλοκων και αλληλένδετων παραγόντων, όπως την ανταπόκριση των κυβερνήσεων, των αγορών και των κοινωνιών, την ικανότητα των προγραμματιστών να αντιμετωπίζουν το σοκ, σε συνδυασμό με ήδη υπάρχοντα ζητήματα, όπως η ύφεση στα χρηματιστήρια ή η μείωση της διαθεσιμότητας πίστωσης. 

Συνοψίζοντας, η βιομηχανία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συνεχίσει να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο, αφού η φιλικότερη προς το κλίμα χρήση ενέργειας συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες ολοένα και περισσότερων κρατών. Η παγκόσμια κοινότητα μαθαίνει να ερμηνεύει τα «μηνύματα» του περιβάλλοντος αντιλαμβάνεται σταδιακά τη σημασία της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και της ορθολογικής διαχείρισης των πόρων. Ενόψει, λοιπόν, της αυξανόμενης προτίμησης των ΑΠΕ, αυτό που μένει να παρατηρήσουμε είναι οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις του νέου κορωνοϊού στην παγκόσμια οικονομία και αγορά ενέργειας, καθώς και οι αναγκαίες μεταβολές που θα ακολουθήσουν τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.

ΠΗΓΕΣ:

EnergyPress, 2020. Αλματώδης στροφή στις ανανεώσιμες πηγές. Διαθέσιμο σε:  https://energypress.gr/news/almatodis-strofi-stis-ananeosimes-piges

IRENA, 2017. Renewable energy benefits. Διαθέσιμο σε: https://www.irena.org/benefits

IRENA, 2017. Renewable energy costs. Διαθέσιμο σε: https://www.irena.org/costs

REN 21, 2020. Global overview. Διαθέσιμο σε: https://www.ren21.net/gsr-2020/chapters/chapter_01/chapter_01/

Πηγή εικόνας εξωφύλλου: Από το φωτογραφικό αρχείο της αρθρογράφου, Αιολικό πάρκο του ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ, Κεφαλονιά, Ιούλιος 2021.