Γράφει ο Νίκος Ιωαννίδης
Εισαγωγή
Η Αμερικανική εξωτερική πολιτική από την δημιουργία του μοντέρνου αμερικανικού κράτους μέχρι και σήμερα έχει περάσει από πολλές φάσεις. Κατά τα τελευταία χρόνια όμως, εξαιτίας της έλλειψης γεωπολιτικού αντιπάλου στην διεθνή σκηνή οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μία σκληρή ηγεμονική πολιτική, η οποία δυστυχώς εφαρμόζεται πολλές φορές μέσω του μανδύα της υπερασπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υπεράσπιση της παγκόσμιας ειρήνης. Παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η περίπτωσή της εισβολής του Ιράκ. Παρότι παρουσιάστηκε από τις αμερικανικές (και αγγλικές) κυβερνητικές αρχές ως αναγκαίο κακό, που αποσκοπεί στην απελευθέρωση του ιρακινού λαού, όπως θα δούμε, αυτό απέχει παρασάγγας από την διεθνή και γεωπολιτική πραγματικότητα. Ας δούμε λοιπόν το ιστορικό της κρίσης αυτής και το πως αυτή επηρέασε την πολιτική σκηνή της Μέσης Ανατολής βραχυπρόθεσμα και την διεθνή πολιτική σκηνή μακροπρόθεσμα.
Ίσως μία από τις σημαντικότερες ημερομηνίες που ωθούν το Ιράκ πλήρως στο στόχαστρο των δυτικών Δυνάμεων, ήταν οι δύο πόλεμοι του Κόλπου τα έτη του 1990/91. Η ημερομηνία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι πρόκειται για την πρώτη τακτική ένοπλη επέμβαση δυτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, και δη, λίγους μήνες πριν τη πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως (Δεκέμβρης του ιδίου έτους). Ως αποτέλεσμα των πολεμικών συρράξεων αυτών, το Ιράκ αναγκάζεται να συμμετάσχει σε έναν ατελείωτο αγώνα δρόμου για τον αφοπλισμό του υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ο αφοπλισμός αυτός -η ακόμα καλύτερα η μη εφαρμογή του από το Ιράκ- και το 1999 και το 2003, θα χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο από την Δύση για τον αποδεκατισμό του Ιράκ. Το 2003 ωστόσο αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα την κορύφωση, ή ακόμα καλύτερα την τελική φάση αυτής της πολιτικής και αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε ακόμη και από τα λεγόμενα ενός εκ των ενορχηστρωτών της επιχείρησης, Richard Bruce Cheney (Dick Cheney), πριν ακόμη γίνει αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως του Bush του νεότερου. Μετά το τέλος του πολέμου του Κόλπου ο Dick Chaney, όντας υπουργός αμύνης τότε υποστήριξε την άποψη ότι μία εισβολή στο Ιράκ και μία έξωση του Σαντάμ Χουσεΐν θα «έπνιγε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στο τέλμα του εσωτερικού του Ιράκ». Η δήλωση αυτή εκ πρώτης όψεως δείχνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν στην εσωτερική πολιτική του Ιράκ. Κοιτώντας όμως καλύτερα τα αρχεία μπορούμε να δούμε ότι ήδη από το 1991 οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν την UNSCOM (Ειδική επιτροπή του ΟΗΕ -υπεύθυνοι για τον αφοπλισμό-) ως μέσον κατασκοπείας στα ιρακινά οπλοστάσια.
Η Εισβολή και οι επιπτώσεις της
Η εισβολή των αμερικανό-αγγλικών δυνάμεων ξεκινά στις 19 Μαρτίου του 2003 με την επιχείρηση «ιρακινή ελευθερία». Στις 7 Απριλίου γίνεται η πρώτη είσοδος στη Βαγδάτη και δύο μέρες αργότερα η πρωτεύουσα καταλύεται. Οι δυνάμεις του Συνασπισμού μπόρεσαν μέσα σε ανύποπτο χρόνο να καταλύσουν ολόκληρη τη χώρα, ωστόσο όπως θα παρατηρήσουμε η διατήρηση της ήταν η πραγματική πρόκληση. Ας δούμε όμως αυτή τη πολυδιάστατη κατάσταση από την ματιά της Διεθνούς Κοινότητας, των γειτονικών χωρών του Ιράκ αλλά και του εσωτερικού της χώρας, για να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις του πολέμου αυτού όσο πιο καλά γίνεται σε όλα τα επίπεδα.
Το Διεθνές Επίπεδο
Από την πλευρά των Ηνωμένων Εθνών εισβολή αυτή καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον γραμματέα Kofi Annan, αλλά και από την συντριπτική πλειονότητα των νομικών οργάνων που λειτουργούν στα πλαίσια του Οργανισμού. Όπως αναφέρει και σε ανακοίνωση του ο ICJ (International Commission of Jurists) οι ΗΠΑ και η Αγγλία, όντας μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ερμήνευσαν την απόφαση 1441 προς όφελος τους, διεξάγοντας έναν καθαρά επιθετικό πόλεμο, η έννοια του οποίου καταδικάζεται συλλήβδην από όλα τα κείμενά της Διεθνούς κοινότητας. Παρόλη την διεθνή κατακραυγή το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο, με υποστήριξη και των δύο κομμάτων, νομιμοποιεί την χρήση βίας στο έδαφος του Ιράκ. Η κίνηση αυτή και πάλι αποτελεί σημαντικό παράδειγμα παραβιάσεώς του Διεθνούς Δικαίου και πιο συγκεκριμένα του άρθρου 27 της Συμβάσεώς της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών (1969), το οποίο ρητά αναφέρει ότι ένα κράτος δεν μπορεί να χρησιμοποιεί το εσωτερικό του δίκαιο για να αποφεύγει τις διεθνείς του υποχρεώσεις. Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι κατ’ επανάληψη παραβάτες όσον αφορά την συγκεκριμένη σύμβασή, καθότι την παραβίασαν ξανά και κατά την υπόθεση εκδόσεως βίζα στον παλαιστίνιο ηγέτη Γιασέρ Αραφάτ (1988), και στην υπόθεσή LaGrand (2001), και την υπόθεσή Avena (2004). Η σύσσωμή αυτή καταδίκη δεν επέφερε όμως καμία απολύτως ουσιαστική αλλαγή στα γεγονότα. Δυστυχώς η απραξία της Διεθνούς Κοινότητας στην συγκεκριμένη υπόθεση τροχοδρομεί μία αλυσιδωτή αντίδρασή από κατακριτέες πράξεις, κυρίως από κράτη τα οποία ξέρουν ότι δεν θα υποστούν κυρώσεις για τις πράξεις τους.
Το επίπεδο των γειτνιαζόντων κυβερνήσεων
Όσον αφορά την Μέση Ανατολή, κάθε αραβικό κράτος ήταν εντόνως αντίθετο με μια τέτοιου είδους επέμβαση. Βασικότατο όμως μέλημα των γειτονικών κυβερνήσεων ήταν η καθυστέρηση και φθορά των Αμερικανικών δυνάμεων καθότι όπως είναι φανερό γνώριζαν ότι τα στρατεύματα του συνασπισμού δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την ισχύ τους στην περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αξιοσημείωτη είναι η συνέντευξη του προέδρου Μπασάρ αλ Άσσαντ στον λιβανικό ραδιοφωνικό σταθμό Al-Safir όπου όταν ερωτάται για το αν έμεινε έκπληκτος από την αρχική αντίστασή στο Ιράκ αναφέρει: «Όχι, καθόλου. Βασιζόμενοι στην εμπειρία μας, δεν εξεπλάγην καθόλου. Χωρίς αμφιβολία οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μία υπέρ-δύναμη είναι ικανή να κατακτήσει μια σχετικά μικρή χώρα, αλλά είναι ικανή να την ελέγξει; Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία είναι ανίκανες να ελέγξουν το Ιράκ. Θα υπάρξει πολύ ισχυρότερη αντίσταση{…}.» Η συριακή κυβέρνηση ήταν σίγουρη για μία πιο εντατική αντίσταση στο Ιράκ γιατί και η ίδια βοήθησε στην αντίσταση με το να απελευθερώνει ισλαμιστές και μπααθιστές της ιρακινής πτέρυγας και να τους αφήνει να περάσουν τα σύνορα με το Ιράκ. Μία ίδια πολιτική ακολουθεί και από την άλλη πλευρά το Ιράν με αντίστοιχες σιιτικές πολιτοφυλακές, με απώτερο σκοπό την επέκτασή της γεωπολιτικής επιρροής του, μέσω του λεγόμενου σιιτικού τόξου. Ο στόχος της Συρίας συγκεκριμένα εδώ μάλλον ήταν διττός. Από τη μία επιδίωκε να παρεμποδίσει τις Άγγλο-αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράκ έτσι ώστε και η ίδια να μη αποτελέσει στόχο στο μέλλον και από την άλλη πίστευε μάλλον πως με αυτό τον τρόπο θα ξεκαθάριζε με τα εξτρεμιστικά αυτά στοιχεία. Όπως θα δούμε σε λίγο αυτό όχι μόνο δε συνέβη αλλά αντιθέτως δημιουργεί έναν νέο κύκλο προβλημάτων που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν την Συρία στην εμφύλια πολεμική σύρραξη του 2011. Οι ΗΠΑ φυσικά δεν είδαν με φιλική στάση τη πολιτική αυτή και στις 12 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους θεσπίζεται ο νόμος SALSRA (Syria Accountability and Lebanese Sovereignty Restoration Act of 2003), ο οποίος επί τις ουσίας προσπαθεί να κάνει τη Συρία να σταματήσει να παρέχει βοήθεια σε ισλαμιστικές οργανώσεις και να την αναγκάσει να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Λίβανο αλλιώς θα υπάρξουν αυστηρές κυρώσεις από τη πλευρά των ΗΠΑ.
Ο νόμος αυτός σε συνδυασμό με τη περιφερειακή και διεθνή πίεση αναγκάζει τη Συρία να μειώσει τις ροές μαχητών προς το Ιράκ, όχι όμως να αποσύρει τα στρατεύματα τις από το Λίβανο. Αυτό θα γίνει 30 Απριλίου του 2005 μετά τη δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι. Κάτι το οποίο θα αφήσει πίσω του ένα κενό ισχύος το οποίο θα καλύψει η σιιτική ισλαμιστική οργάνωση Χεζμπολάχ. Αυτή η μεταβολή ισχύος υπέρ του σιιτικού άξονα ανησύχησε εντόνως τα σουνιτικά καθεστώτα και κυρίως τη σαλαφιστική Σαουδική Αραβία, (και αργότερα Κατάρ και Τουρκία) η οποία και αυτή με τη σειρά της παρείχε στήριξη σε αντίστοιχες εξτρεμιστικές σουνιτικές οργανώσεις εντός και εκτός του ιρακινού εδάφους όπως την Αλ-Κάιντα και τους Ταλιμπάν μέσω ΜΚΟ [πχ. Μέσω του IIROSA (: International Islamic Relief Organization of Saudi Arabia) ή μέσω της Σαουδαραβικής ερυθρής ημισέληνού] ή ακόμα και μέσω χρηματοδοτήσεως ακόμη και της βασιλικής οικογενείας. Η έντονη αυτή αύξηση της χρηματοδοτήσεως των ισλαμιστικών οργανώσεων σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα γεγονότα μας οδηγούν στα γεγονότα της Αραβικής Ανοίξεως και στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.
Το Επίπεδο του Ιράκ
Μετά τη κατάληψη της ιρακινής πρωτεύουσας, συνασπισμός έπρεπε να θεσπίσει δραστικά μέτρα για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων οικοδομών του κράτους, ωστόσο παρότι πάρθηκαν 100 αποφάσεις από τον συνασπισμό το μόνο που κατάφεραν να κάνουν είναι να καταστρέψουν τις δημόσιες δομές έτη περαιτέρω με τις αποφάσεις νούμερο 1 στις 16 Μαΐου και 2 στις . Η πρώτη απόφαση ονομαζόταν «Από-μπααθικοποιήση της ιρακινής κοινωνίας» και η δεύτερη «Διάλυση οντοτήτων με (βάση) το παράρτημα Α». Αυτές οι δύο αποφάσεις εν ολίγοις αποδήμησαν πλήρως το δημόσιο και τον στρατό του κράτους, οδηγώντας την ιρακινή κοινωνία σε μεγάλα ποσοστά οικονομικής ύφεσης και ανεργίας. Επιπροσθέτως η αθρόα εισροή εξτρεμιστικών στοιχείων και από τη Συρία και από το Ιράν, όπως προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό με τη παρουσία ξενικών δυνάμεων και το διαλυμένο αλλά παρόλα αυτά παραμένον οπλισμένο μπααθικό στράτευμα, όπως είναι φυσικό μετέτρεψε το Ιράκ σε ένα ατελείωτο πεδίο μαχών. Σημαντικότερες από τις μάχες αυτές ήταν η εξέγερση του σιίτη Σεΐχη Muqtada al-Sadr, ο οποίος παραμένει μέχρι και σήμερα σημαντική φιγούρα για το εξτρεμιστικό σιιτικό κίνημα, η μάχη της Φαλούγκα το Νοέμβριο του 2014, η οποία χαρακτηρίζεται ως η πιο αιματηρή μάχη μεταξύ ισλαμιστών και των δυνάμεων κατοχής και οι μάχες στο Σαμάρα και στο Ραμάντι.
Τα ποσοστά τρομοκρατικών επιθέσεων σε πολίτες και βομβιστών αυτοκτονίας αυξάνονται δραματικά όπως αναφέρει η Stern και Mcbride «54 επιθέσεις (έγιναν) το 2004, 82 το 2005, 101 το 2006, και 204 το 2007». Φυσικά όπως προαναφέραμε οι οργανώσεις αυτές όπως ήταν φυσιολογικό δεν παρέμειναν εγκλωβισμένες στα γεωγραφικά όρια του Ιράκ αλλά πέρασαν στις γειτονικές περιοχές δημιουργώντας νέες οργανώσεις με τρανταχτό παράδειγμα τη συριακή Jabhat al-Nusra, της οποίας πολλά στελέχη προέρχονται από την ιρακινή αλ Κάιντα του Zarqawi, αλλά και η Fatah al-Islam.
Επίλογος
Καταλήγοντας λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως όσον άφορά το Ιράκ η επιχείρηση «Ιρακινή ελευθερία» απέτυχε να εκπληρώσει όχι μόνο του μακροπρόθεσμους στόχους της αλλά ακόμα και τους βραχυπρόθεσμους. Η αδικαιολόγητη εισβολή στο Ιράκ δημιούργησε ένα γιγαντιαίο κενό ισχύος στη καρδιά του συστήματος το οποίο αφού τα ξενικά στρατεύματα δεν μπόρεσαν να καλύψουν επί της ουσίας το σύστημα καλύφθηκε από σιιτικές και σουνιτικές τζιχαντιστικές οργανώσεις. Η σημαντική όμως διαφορά είναι ότι οι σιιτικές οργανώσεις σε ένα μεγάλο τους ποσοστό ελέγχονται από το Ιράν ενώ οι Σουνιτικές έχουν ακολουθήσει ένα διαφορετικό μοντέλο και για αυτό το λόγο αντίστοιχες περιπτώσεις εξεγέρσεων τύπου της Αραβικής Ανοίξεως δεν είδαμε από καμία οργάνωσή στο Ιράν. Αποτίμηση λοιπόν για την εργασία αυτή είναι ότι εν τέλει τα γεγονότα αυτά αργά και σταθερά ενδυνάμωσαν το Ιράν ενισχύοντας το Σιιτικό τόξο ενώ από την άλλη πλευρά ο ‘μεγαλύτερος χαμένος’ της υποθέσεως ήταν η Συρία η οποία βίωσε και ακόμη βιώνει τις τρομακτικές επιπτώσεις της αιματηρής αυτής εισβολής, οι οποίες φυσικά επηρεάζουν την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Βιβλιογραφία
Goodarzi M, Jubin, «Syria and Iran Diplomatic Alliance and Power Politics in the Middle East», Tauris Academic Studies, Λονδίνο, 2006
Leverett, Flynt «Inheriting Syria Bashar’s Trial by fire», Brookings Institution Press, Ουάσιγκτον, 2005
Μάζης Θ, Ιωάννης, Σιδηρόπουλος, Γεώργιος, Σαρλής Χ, Μιχαήλ, Σωτηρόπουλος Π, Ιωάννης, Δεματιώτη Μ, Ξανθίππη, «Γεωπολιτική και γεωστρατηγικές της συριακής κρίσεως», Εκδόσεις Λειμών, 2016
Ρούκουνας, Εμμανουήλ, «Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2019
Schindler, John R, «Unholy Terror: Bosnia, Al-Qaida, and the Rise of Global Jihad», Zenith Press, Μινεσότα, 2007
Stern, Jessica, Mcbride K, Megan «Terrorism after the 2003Invasion of Iraq», Brown University, 2013
Tucker, Spencer C, «The encyclopedia of Middle East Wars The United States in The Persian Gulf, Afghanistan and Iraq Conflicts», Τόμος Α΄ , ABC CLIO, Καλιφόρνια
Cordesman H, Anthony, Markusen, Max, Jones P, Eric, «Stability and Instability in the Gulf Region in 2016: A Strategic Net Assesment», Center for Strategic and international Studies (CSIS), 15 Ιουνίου, 2016
Gellman, Barton, The Washington Post, 2 Μαρτίου 1999, https://wapo.st/2y0zrW9
«ICJ Deplores Moves Toward a War of Aggression on Iraq», International Commission of Jurists, 18 Μαρτίου 2008, διαθέσιμό στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/3lblYkg
Lichtblau, Eric, «Documents Back Saudi Link to Extremists», The New York Times, 23 Ιουνίου, 2009, https://nyti.ms/3b6wxOh
Salman, Talal, «An Interview with Bashar al Assad:’The Arab Defense Agreement should be Implemented’; As Long as Israel Exists it Will Constitute a Threat’; Israel will not be a Legitimate State Even After The peace’» 28 Μαρτίου, 2003, https://bit.ly/3b1p6If
The coalition provisional authority, διαθέσιμό στην ιστοσελίδα: https://bit.ly/34LdEht
United States Congress, «Syria Accountability and Lebanese Sovereignty Restoration Act of 2003», 12 Δεκεμβρίου, 2012
United States Department of Treasury, «Treasury Designates Director, Branches of Charity Bankrolling Al Qaida Network», 8 Μαρτίου, 2006