γράφει η Χάρις Γιαννοπούλου
Η ευρωπαϊκή ήπειρος εκτός από την οικονομική κρίση φαίνεται ότι αντιμετωπίζει κρίση αξιών και ταυτότητας. Τα ιδανικά του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας που πάσχιζε να μεταλαμπαδεύσει έχουν χάσει τη σημασία και την αίγλη τους. Οι πολίτες στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τη νέα τάξη πραγμάτωνβρίσκονται συνεχώς μπροστά σε νέες προκλήσεις. Η ανεργία, η τρομοκρατία, η κρίση ιδεών και η εισροή εκατοντάδων μεταναστώνστη γηραιά ήπειρο δημιούργησαν ανασφάλεια, φόβο, καχυποψία και συντηρητισμό στους πολίτες της Ευρώπης. Απότοκο της κρίσης αυτής αποτελεί η σταδιακή ενδυνάμωση των ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Κάθε κράτος ξεχωριστά για τους δικούς του λόγους στις τελευταίες εκλογές έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σε κόμματα που υποστηρίζουν είτε μια ακραία αντιμεταναστευτική πολιτική, είτε κινούνται εναντίον του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ υπάρχει ανησυχία και για τα αποτελέσματα των επερχόμενων ευρωεκλογών.
Η απαρίθμηση της λίστας των κρατών που ενίσχυσαν κάποιο ακροδεξιό κόμμα ξεκινά με ένα κράτος έκπληξη. Συγκεκριμένα, στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, η Σουηδία, το κράτος που επιδεικνύει τη μεγαλύτερη μέριμνα για τους πρόσφυγες , δείχνει να κάνει στροφή σε μια πιο επιφυλακτική στάση απέναντί τους, θεωρώντας τους πια ως απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Εδώ και δεκαετίες, το σουηδικό κράτος προσφέρει ικανοποιητική οικονομική βοήθεια τόσο στους υπηκόους του όσο και στους πρόσφυγες, καθώς θεωρεί ότι πρέπει να παρέχει υψηλό βιοτικόεπίπεδο ζωής και ασφάλειας σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως προέλευσης. Οι κάτοικοι,μάλιστα, είναι τόσο εξοικειωμένοι με τους «ξένους», που η λέξη ρατσισμός και ξενοφοβία θεωρείται θέμα ταμπού. Ωστόσο, η κυβερνητική πολιτική της τελευταίας πενταετίας και η πεποίθηση των μεταναστών ότι δικαιούνται περισσότερα προνόμια και από τους ίδιους τους Σουηδούς έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια πολύ μεγάλης μερίδας του πληθυσμού και ο χρόνος θα δείξει αν το σουηδικό μοντέλο της ανεκτικότητας θα παραμείνει αδιάβρωτο απέναντι στις κοινωνικές προκλήσεις.
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, είναι γνωστή η σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική που ακολουθεί ο συντηρητικός πρωθυπουργός Βίκτωρ Όρμπαν, με αποκορύφωμα την εκλογή νόμου που ποινικοποιεί την παροχή βοήθειας σε μετανάστες με ψήφους 160 υπέρ και 18 κατά. Επιπλέον, μαζί με την Αυστρία αποτελούν τις χώρες με τη μικρότερη υποδοχή μεταναστών. Άλλωστε, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος κάθε πίεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εγκατάσταση ξένων πληθυσμών στη χώρα κρίνεται αντισυνταγματική.
Επόμενο παράδειγμα σκληροπυρηνικής πολιτικής απέναντι στους μετανάστες είναι η Ιταλία με επικεφαλή τον Ματέο Σαλβίνι. Μάλιστα, πριν λίγες μέρες, εγκρίθηκε με 396 θετικές ψήφους νομοσχέδιο που προβλέπει άκρως αντιμεταναστευτικά μέτρα. Η Ιταλία έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια 700.000 μετανάστες από τη Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή και μαζί με την Ελλάδα-ως χώρες εισόδου στην Ευρώπη- αποτελούν τα κράτη στα οποία θα πρέπει οι μετανάστες να υποβάλουν αίτημα χορήγησης ασύλου. Παρά τη φιλόξενη νοοτροπία και τα δημοκρατικά ιδεώδη των πολιτών, η εξασφάλιση εργασίας και η ασφάλεια μέσα στο ίδιο το κράτος αποτελούν προτεραιότητα δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης σε πολιτικούς που προμηνύουν ότι μπορούν να τους τα παρέχουν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κράτος της Γερμανίας καθώς έχει φιλοξενήσει τους περισσότερους μετανάστες και η κοινωνία στην πλειοψηφία της δείχνει να τους έχει αποδεχτεί αποτελώντας πόλο έλξης για όποιον επιθυμεί να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Βαρύ όπλο της Γερμανίας είναι η οικονομία της και οι μετανάστες συνεισφέρουν στην ενίσχυση του εργατικού της δυναμικού και άρα στην συνεχή ισχυροποίησή της απέναντι στα υπόλοιπα κράτη. Μέχρι πρότινος, για τους Γερμανούς, ο ναζισμός και η ακροδεξιά αποτελούσαν θέμα ταμπού και γι’ αυτό το λόγο προξενεί φόβο που για πρώτη φορά ακροδεξιό κόμμα αποκτά υπολογίσιμη δύναμη. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κράτη, το παρελθόν της Γερμανίας δημιουργεί φόβο και ανασφάλεια σε μια επικείμενη ανάδειξη ενός κόμματος που ανασύρει μνήμες της πιο ζοφερής περιόδου στην παγκόσμια ιστορία.
Μελετώντας αυτή την άνοδο της ακροδεξιάς στα ευρωπαϊκά κράτη, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο σημαντικά αίτια. Το πρώτο απορρέει από τον πολύ μεγάλο όγκο μεταναστών που έχουν υποδεχθεί κράτη όπως η Γερμανία και η Σουηδία τα οποία ναι μεν φημίζονται για την υποδειγματική τους οργάνωση και τηφιλελεύθερη στάση τους απέναντι σε κάθε κοινωνική και θρησκευτική ομάδα, αλλά απ’ ότι φαίνεται οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν παράλληλα την κοινωνική μέριμνα για τους πρόσφυγες και την αντιμετώπιση της ανεργίας και της εγκληματικότητας που δείχνουν αυξανόμενα ποσοστά. Αναπόφευκτα λοιπόν, αρχίζει να παρατηρείται η «δαιμονοποίηση» των ξένων και η επίρριψη ευθυνών σε βάρος τους για φαινόμενα όπως η ανεργία και η ασφάλεια που μέχρι πριν κάποια χρόνια δεν τους επηρέαζαν άμεσα.
Το έτερο αίτιο ανόδου της ακροδεξιάς έχει να κάνει με τις διαφορετικές θρησκευτικές καταβολές και την πολιτισμική ταυτότητα των μεταναστών. Κατά πλειοψηφία προέρχονται από μουσουλμανικά κράτη και η διαρκώς αυξανόμενη έλευσή τους δημιουργεί φόβο για ισλαμοποίηση της Ευρώπης ενώ ο κίνδυνος της τρομοκρατίας από το ISIS δεν έχει εξαλειφθεί. Κράτη λοιπόν όπως η Ουγγαρία και η Ιταλία θέλοντας να αποφύγουν τη διάβρωση του πληθυσμού τους και θεωρώντας το Ισλάμ μια θρησκεία επικίνδυνη για την ασφάλεια των πολιτών προωθούν μια μισαλλόδοξη ρητορική εναντίον τους και αντιτίθενται στην ευνοϊκή μεταχείριση και ανεκτικότητα που επιδεικνύουν άλλα κράτη στους μουσουλμάνους μετανάστες.
Σε κάθε περίπτωση, οι νοσογόνοι παράγοντες που έχουν προκαλέσει την παρούσα κατάσταση αποτελούν κομμάτι της ιστορίας και έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν και συγκεκριμένα στα χρόνια της αποικιοκρατίας. Η επιβολή δικτατοριών στα κράτη της Αφρικής, η εκμετάλλευση του λαού και του φυσικού πλούτου του τόπου με αποκορύφωμα την χάραξη συνόρων με μια απλή ευθεία γραμμή δίχως να ληφθούν υπόψη οι εθνοτικές διαφορές, καταδίκασε τη «Μαύρη Ήπειρο» σε αέναη φτώχεια και το να βρίσκεται πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση. Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, είναι πασιφανής ο διακαής πόθος των Μεγάλων Δυνάμεων επιβολής ισχύος στην περιοχή λόγω των κοιτασμάτων πετρελαίου αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη ζωή και την ασφάλεια των πολιτών οι οποίοι για να προστατευθούν αναζητούν τη γη της επαγγελίας σε κάποιο ευρωπαϊκό κράτος. Εν ολίγοις, έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος επίρριψης ευθυνών από τις κυβερνήσεις δίχως να δίνεται μια ουσιαστική λύση και θέτοντας σε κίνδυνο όλο και μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων.
Εν κατακλείδι, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δείχνουν ανήμποροι να σταματήσουν την απρόσκοπτη εισροή μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική την οποία οι ίδιοι επέτρεψαν και ίσως προκάλεσαν με την πολιτική και τις αποφάσεις που κλήθηκαν να πάρουν. Αν δανειστούμε τη φράση του Clausewitz ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», τότε οφείλουμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα των διεθνών σχέσεων και των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Αν μη τι άλλο, η Ευρώπη τα τελευταία 10 χρόνια βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας και αξιών και η άνοδος ακροδεξιών κυβερνήσεων στην παρούσα κατάσταση αποτελεί για πολλούς το Plan B στην αποτυχημένη προσπάθεια των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων να διατηρήσει και να υπερασπιστεί τα θεμέλια στα οποία είχε δομηθεί.
Πηγές
Η ακροδεξιά σε ρόλο ρυθμιστή στην Ευρώπη, Καθημερινή, Σεπτέμβριος 09, 2018. Διαθέσιμο σεhttp://www.kathimerini.gr/984149/article/epikairothta/kosmos/h–akrode3ia–se–rolo–ry8misth–sthn–eyrwph
Beattie Jason, Could the rise of the far right end 70 years of peace in Europe?, Mirror, August 30, 2018. Διαθέσιμο σε https://www.mirror.co.uk/news/politics/could–rise–far–right–end-13161880
Europe and nationalism: A country-by-country guide, BBC, September 10, 2018. Διαθέσιμο σεhttps://www.bbc.com/news/world-europe-36130006
Georgiadou Vasiliki, Mapping the European far right in the 21st century: A meso-level analysis, Science Direct, May 04, 2018. Διαθέσιμο σεhttps://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S026137941830026X