Γράφει η Χριστίνα Παπαζαφειροπούλου
Το 1997 τέθηκαν, μέσω του Πρωτοκόλλου του Κιότο, νομικά δεσμευτικοί στόχοι για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ επίσης καθορίστηκαν τα ανώτατα όρια αυτών για 37 βιομηχανικές χώρες. Έτσι λοιπόν, γεννήθηκε η ανάγκη για τη δημιουργία μιας πολιτικής για την επίτευξη αυτών των στόχων και τον Μάρτιο του 2000 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την «Πράσινη Βίβλο» με ορισμένες σχετικές αρχικές ιδέες, η οποία χρησίμευσε ως βάση για πολυάριθμες συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη που συνέβαλαν περαιτέρω στη διαμόρφωση του συστήματος. Τελικά, η οδηγία ΣΕΔΕ (Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών) της ΕΕ εκδόθηκε το 2003 και το σύστημα ξεκίνησε τη λειτουργία του από το 2005.
Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αλλά και εν μέρει της κλιματικής αλλαγής. Εδώ και χρόνια, αποτελεί την πρώτη και μεγαλύτερη αγορά άνθρακα στον κόσμο και παραμένει ακόμα και σήμερα.
Το ΣΕΔΕ δραστηριοποιείται σε όλες τις χώρες της ΕΕ καθώς και στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία. Περιορίζει τις εκπομπές από περισσότερες από 11.000 ενεργοβόρες εγκαταστάσεις και αεροπορικές εταιρείες, ενώ καλύπτει περίπου το 45% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ένωσης. Λειτουργεί μέσω πλειστηριασμού δικαιωμάτων, αποτελεί την προεπιλεγμένη μέθοδο κατανομής αυτών, ενώ με την πάροδο των χρόνων καλύπτει όλο και περισσότερα διαφορετικά αέρια. Επιπλέον, προβλέπεται η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων ώστε να διασφαλιστεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών τομέων που διατρέχουν κίνδυνο διαρροής άνθρακα, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι όλοι οι κανόνες επικεντρώνονται και αντικατοπτρίζουν την τεχνολογική πρόοδο.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν προβληματισμοί από πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις ότι το σύστημα αυτό επιτρέπει τις εκπομπές CO2 χωρίς κάποιο ουσιαστικό κόστος για τα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα το ΣΕΔΕ να υφίσταται αποκλειστικά και μόνο για να δικαιολογήσει αυτές τις εκπομπές. Επακόλουθα, προκύπτουν τρία βασικά προβλήματα. Αρχικά, τα ανώτατα όρια εκπομπών έχουν επανειλημμένα υπερεκτιμηθεί, με αποτέλεσμα την πτώση της τιμής τόσο των δικαιωμάτων όσο και του άνθρακα. Φυσικό επακόλουθο είναι όσο ελκυστικότερη γίνεται η τιμή των δικαιωμάτων και του άνθρακα, τόσο περισσότερες επενδύσεις να γίνονται σε αυτόν τον τομέα, ενώ επιπλέον δεν δίνεται το κίνητρο στις βιομηχανίες να λάβουν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών τους. Τελικώς, αντί οι εκπομπές να μειώνονται, αυξάνονται.
Επιπλέον, άλλο ένα πρόβλημα που προκύπτει είναι η ελαστικότητα των μηχανισμών αντιστάθμισης. Από δημιουργίας του, το ΣΕΔΕ υπολόγιζε μεγαλύτερο όγκο εκπομπών αερίων σε σχέση με τις σημερινές και έτσι το κόστος προσαρμογής υπερεκτιμήθηκε, δημιουργώντας ένα μεγάλο πλεόνασμα δικαιωμάτων το οποίο επέτρεπε την συνεχή είσοδο νέων μονάδων στο σύστημα. Συγκεκριμένα, το 2013 εισήχθησαν στο ΣΕΔΕ περίπου 555 εκατομμύρια μονάδες με αποτέλεσμα το πλεόνασμα δικαιωμάτων να φτάσει τα 950 εκατομμύρια δικαιώματα, ενώ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως τα τέλη του 2020 το πλεόνασμα επρόκειτο να φτάσει στα 2 δισεκατομμύρια. Τέλος, κατά τη διάρκεια της 2ης περιόδου (2008-2012) υπήρξε μεγάλη διάθεση δωρεάν δικαιωμάτων από πλευράς των κρατών-μελών προς τη μεταποιητική βιομηχανία, ώστε να προστατευθεί η ανταγωνιστικότητα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να μειωθεί ο κίνδυνος της διαρροής άνθρακα. Ως άμεση συνέπεια, τα Εθνικά Σχέδια Κατανομής των κρατών-μελών διογκώθηκαν, πράγμα το οποίο αύξησε τα επιτρεπτά όρια εκπομπών τόσο στη 1η και 2η Φάση (2005-2012) όσο και στην 3η Φάση (2013-2020) που διανύουμε τώρα.
Από το επόμενο έτος ξεκινάει η 4η φάση (2021-2030) του συστήματος, η οποία θα είναι και η πιο κρίσιμη ώστε να επέλθουν ριζοσπαστικές αλλαγές. Συγκεκριμένα, για να μπορέσει να επιτευχθεί ο συνολικός στόχος της ΕΕ, οι εκπομπές αερίων που καλύπτονται από το σύστημα πρέπει να μειωθούν κατά 43% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005. Για να καταστεί υλοποιήσιμη αυτή η μείωση είναι αναγκαίο να αυξηθεί ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών, ενώ ο συνολικός αριθμός των δικαιωμάτων εκπομπών θα μειωθεί με ετήσιο ρυθμό 2,2% από το 2021, σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα. Έτσι, θα πρέπει να ληφθούν καταλυτικά μέτρα, όπως η ενίσχυση του αποθεματικού σταθερότητας, το οποίο θεσπίστηκε για να περιορίσει το πλεόνασμα δικαιωμάτων κατά την προηγούμενη φάση. Παρόλα αυτά, το σύστημα δωρεάν κατανομής θα διατηρηθεί, με αυστηρότερους κανόνες βέβαια. Αναλυτικότερα, στους τομείς που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο θα διατεθεί το 100% των δικαιωμάτων δωρεάν, ενώ στους λιγότερο εκτεθειμένους τομείς, η δωρεάν κατανομή θα καταργηθεί σταδιακά από το 2026 και έπειτα.
Είναι θετικό το γεγονός ότι σταδιακά οι βιομηχανίες θα πρέπει να απεξαρτηθούν από την δωρεάν υποστήριξη που έλαβαν ανά τα χρόνια από την ΕΕ και να εργαστούν επί ίσοις όροις για την μείωση των εκπομπών τους και επακόλουθα για τον μετριασμό του αντικτύπου τους στο περιβάλλον. Δεν ήταν λίγες οι εταιρίες που απαλλάχθηκαν από κόστη συμμόρφωσης, μεταπώλησαν το περίσσευμα των δικαιωμάτων τους και τελικά βγήκαν κερδισμένες. Αυτό που μένει πλέον να παρατηρήσουμε, είναι εάν οι αυστηρότεροι στόχοι της επόμενης φάσης θα καθρεπτίσουν τους στόχους της ΕΕ για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, ή για άλλη μια φορά οι εταιρίες και οι βιομηχανίες θα βρουν ένα «άλλοθι» για να δρουν ανενόχλητες.
Βιβλιογραφία:
Climate Action – European Commission. n.d. EU Emissions Trading System (EU ETS) – Climate Action – European Commission. [online] Available at: https://ec.europa.eu/clima/policies/ets_en
WWF.gr. 2006. Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων Μόνο Στα Χαρτιά. [online] Available at: https://www.wwf.gr/news/150-150
Προδρόμου, Μ. and Moris, D., 2013. Η Εφαρμογή Του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Στην Ελλάδα. [ebook] WWF Hellas and Sandbag. Available at: http://www.wwf.gr/images/pdfs/ETS_February2013.pdf
Πηγή εικόνας: medium.com