γράφει ο Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης
Τα τελευταία χρόνια γίνονται συχνά αναφορές στον δημόσιο χώρο για πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία, χωρίς να είναι πάντα σαφές αν πρόκειται για θέμα που ανέκυψε λόγω της οικονομικής κρίσης, ή υπήρχε πριν και ανεξάρτητα από αυτήν. Η απάντηση είναι ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων εκκρεμεί από την επαύριο της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η Δυτική Γερμανία επέλεξε να αποζημιώσει –ακόμη και ουδέτερες– χώρες όπως τη Σουηδία, την Ελβετία, τη Νορβηγία και το Λουξεμβούργο το 1959, τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία το 1960 και την Αυστρία το 1961, αλλά την Ελλάδα ποτέ -ή τουλάχιστον όχι για τουςβομβαρδισμούς και την εκτενή καταστροφή των υποδομών της, τα ολοκαυτώματα και τα μαρτυρικά χωριά, και φυσικά, τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα τηςκατοχής (1941-1945). Το ζήτημα είναι σίγουρα πολύπλοκο και έχει αρκετές επιμέρους πολιτικές και νομικές πτυχές, αλλά συχνά παραβλέπεται -κατά τρόποάδικο για πολλούς– το γεγονός ότι δεν έχει μόνο το ελληνικό κράτος δικαίωμα να εγείρει απαιτήσεις, αλλά και οι ιδιώτες οι οποίοι ζημιώθηκαν έμμεσα ή άμεσα από τη δράση και στάση των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής.Αναρωτιέστε πως και που προβλέπεται αυτό το δικαίωμα; Ακολουθούν λεπτομερείς απαντήσεις για όσους θέλουν και μπορούν να προσφύγουν, αλλά και για όσους ενδιαφέρονται για την (πιο) πολιτική διάσταση του ζητήματος.
Στη βάση ποιών κανόνων δικαίου φέρει η Γερμανία ευθύνη για αδικοπραξίες που έγιναν κατά τη διάρκεια της κατοχής;
Οι κανόνες διεθνούς δικαίου που αποτελούσαν γενικά αναγνωρισμένο Διεθνές Δίκαιο κατά την περίοδο διεξαγωγής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περιέχονται στη Σύμβαση της Χάγης της 19ης Οκτωβρίου 1907και το Παράρτημα αυτής για τους Κανόνες Διεξαγωγής του Χερσαίου Πολέμου. Στη σύμβαση αυτή ορίζεται ότι «η ένεκα των πολεμικών γεγονότων κατάληψη χώρας από το στρατό κατοχής δεν επιφέρει μετάσταση κυριαρχίας, αλλά μόνο προσωρινή μεταβολή του φορέα άσκησης της εξουσίας από τον κατέχοντα, ο οποίος υποχρεούται να σέβεται κατά τη διοίκηση του κατεχόμενου τόσο τη νομοθεσία του τελευταίου όσο και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου» (Άρθρο 43). Η διάταξη του Άρθρου 46 διευκρινίζει περαιτέρω στο πλαίσιο αυτό ότι «η τιμή κατά οικογενειακά δίκαια, η ζωή των ατόμων και η ιδιοκτησία αυτών […] είναι σεβαστά» και «οι δυνάμεις Κατοχής υποχρεούνται να προστατεύουν τη ζωή και την ατομική ιδιοκτησία των πολιτών».
Όσο κι αν η σχετική αναφορά φαντάζει ειρωνική όταν κάποιος αναλογίζεται συνθήκες πολέμου, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω Σύμβαση είχε επικυρωθεί επίσημα από τη Γερμανία στις 27.11.1909 και τεθεί σε ισχύ από τις 26.1.1910, κατά συνέπεια δέσμευεσυμβατικά τη χώρα αυτή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Περαιτέρω, το Άρθρο 50 της ίδιας Σύμβασης προβλέπει την πλήρη απαγόρευση επιβολής μαζικών ποινών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι βομβαρδισμοί, ενώ η απαγόρευση τρομοκρατικών ενεργειών κατά του άμαχου πληθυσμού χαρακτηρίζεται «απόλυτος κανόνας δικαίου» με βάση τα Άρθρα 22, 23, 46 και 50 της Σύμβασης. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν εμπόδισαν τηγερμανική πολεμική αεροπορία (Luftwaffe) να ισοπεδώσει μεγάλο μέρος ελληνικών πόλεων όπως οιΑθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Χανιά και Ηράκλειο, ενώ και οι χερσαίες δυνάμεις(Wehrmacht) δεν έδειξαν ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση κατά τη διεξαγωγή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ή αντιποίνων στα χωριά Κοντομαρί, Κάνδανο, Βιάννο, Κομμένο, Δίστομο, Καλάβρυτα κ.ά.
Προβλέπει το διεθνές δίκαιο αποζημιώσεις; Κι αν ναι, σε ποιες περιπτώσεις;
Σε σχέση με την ευθύνη που προκύπτει από αδικοπραξίες που τελούνται σε μια χώρα υπό κατοχή, το Άρθρο 3 της Σύμβασης της Χάγης αναφέρει ότι «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως», ενώ πρόσθετα ορίζει ότι «η κατέχουσα χώρα είναι υπεύθυνη όχι μόνον για τις ζημίες που προξενούνται σύμφωνα με τις εντολές της ηγεσίας της, αλλά και για όλες τις πράξεις που εκτελέστηκαν από πρόσωπα που ανήκαν στην ένοπλη δύναμη της». Πέραν των όσων ορίζει η ίδια η σύμβαση, η νομική και ηθική ευθύνη της Γερμανίας για την τέλεση των παραπάνωπράξεων αναγνωρίζεται τόσο από το Διεθνές όσο και από το Γερμανικό Δίκαιο, όπως άλλωστε δέχτηκαν το Πρωτοδικείο της Βόννης και το Εφετείο της Κολωνίας.Κατά συνέπεια, το Γερμανικό Δημόσιο είναιυποχρεωμένο –με βάση τόσο το Διεθνές Δίκαιο, όσο και τα δεδικασμένα εντός και εκτός Γερμανίας- να προβεί σε αποκατάσταση της ζημίας που προξένησε στον εκάστοτε παθόντα κατά τη διάρκεια της επίθεσής της ή της κατοχής οποιασδήποτε ξένης χώρας.
Είναι βάσιμες οι προσφυγές ιδιωτών;
Στις απαιτήσεις που προέβαλλε μεταπολεμικά το Ελληνικό Δημόσιο για τις καταστροφές που προξένησαν τα κατοχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) δεν συμπεριλήφθηκαν οι απαιτήσεις των θυμάτων που απορρέουν από εγκληματικές πράξεις των ναζιστικών στρατευμάτων κατά αμάχων (εκτελέσεις, τραυματισμοί, πυρπολήσεις, λεηλασίες και καταστροφές ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων). Στο σημείο αυτό γίνεται συχνά η παρανόηση να θεωρούμε ότι το ελληνικό κράτος όφειλε να διεκδικήσει αποζημίωση για ζημίες ιδιωτών, πράγμα το οποίο δεν ισχύει, ή τουλάχιστον στερείται νομικής βάσης. Με άλλα λόγια, υπάρχει και οφείλει να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφορών τουΕλληνικού Δημοσίου με το αντίστοιχο Γερμανικό, καιτων διαφορών τυχόν ιδιωτών εν Ελλάδι –ή και αλλού– με το Γερμανικό Δημόσιο.
Κατά συνέπεια, το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε συμπεριέλαβε ιδιωτικές απαιτήσεις στα υπό διαπραγμάτευση θέματα, ενώ το Γερμανικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι δεν αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο ιδιωτικές απαιτήσεις από πολεμικά γεγονότα. Ητοποθέτηση αυτή ωστόσο κρίθηκε αβάσιμη από τοΟμοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, το οποίο δέχτηκε ότι «οι ένδικες απαιτήσεις των εναγόντων ασκούνται ατομικώς και όχι από το κράτος του οποίου αυτοί είναι πολίτες, αφού αυτό δεν αποκλείεται από κανένα κανόνα του Διεθνούς Δικαίου». Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει άλλος τρόπος διεκδίκησης των απαιτήσεων αυτών πέρα από τις προσωπικές αγωγές των ζημιωθέντων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.
Πού μπορούν να προσφεύγουν οι ζημιωθέντες;Υπάρχει ετεροδικία;
Όσον αφορά στις αγωγές αυτές, είναι γενικά παραδεκτό ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει τα θύματα να τις εγείρουν ενώπιον των Δικαστηρίων της πρώην κατοχικήςδύναμης, γιατί στην περίπτωση αυτή τα θύματα θα ήταν εκτεθειμένα στην αυθαιρεσία των οργάνων της χώραςαυτής χωρίς καμία προστασία. Για το λόγο αυτό έχει αναγνωριστεί ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η δυνατότητα των ατόμων να είναι υποκείμενα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, ιδιότητα που αναγνωρίζεται από όλες τις μεταπολεμικές διεθνείς συμβάσεις για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Για την εκδίκαση αυτών ιδρύθηκαν από τον ΟΗΕ Διεθνή Δικαστήρια, ενώ γίνεται γενικά αποδεκτό ότι ακόμη και αν το έγκλημα κατά άμαχων κατοίκωνθεωρηθεί ως «πολεμικό συμβάν», επειδή έχει τα χαρακτηριστικά εγκλήματος πολέμου και του εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας, οι ζημιωθέντες έχουν άμεση και πρωτογενή αξίωση για έγερση προσφυγής κατά του κράτους που προξένησε τη ζημία, επειδή πρόκειται για εξατομικευμένο έγκλημα και οι αξιώσεις από αυτό δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω διακρατικής συμφωνίας. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υφίσταται σχετική διακρατική συμφωνία, τα θύματα διατηρούν το δικαίωμα παράλληλης προσφυγής. Ένα επιπλέον σημείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής είναι ότι τα εγκλήματα πολέμου είναι απαράγραπτα, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει.
Υπάρχει θετικό προηγούμενο (το λεγόμενο δεδικασμένο);
Στις δίκες που έγιναν και γίνονται έως σήμερα με συναφές αντικείμενο, το Γερμανικό Δημόσιο προέβαλε την ένσταση της ετεροδικίας, ισχυριζόμενο ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να εκδικάσουν αυτές τις αγωγές. Πρωτοδικεία όπως της Λιβαδειάς, του Αιγίου κ.ά. απέρριψαν την ένσταση αυτή και κηρύχτηκαν αρμόδια για την εκδίκαση των αγωγών των θυμάτων του Διστόμου, των Καλαβρύτων και άλλων περιοχών. Χαρακτηριστικό της πλάνης των πρωτοδικείων που δέχτηκαν την ένσταση της ετεροδικίας είναι το γεγονός ότι το ευρισκόμενο στη Γερμανία Πρωτοδικείο της Καρλσρούης, το οποίοκλήθηκε να εξετάσει αγωγή Έλληνα μετανάστη κατά του Γερμανικού Δημοσίου για περιουσιακές βλάβες που υπέστη από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, κηρύχτηκε αναρμόδιο, με την αιτιολογία ότι αρμόδια για την εκδίκαση των αγωγών αυτών είναι μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια.
Σε ότι αφορά το αποτέλεσμα των αγωγών αυτών, η γνωστότερη ίσως υπόθεση είναι αυτή του Συλλόγου Θυμάτων Διστόμου κατά του Γερμανικού Δημοσίου,την οποία εκδίκασε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς. Η Απόφαση 137/1997 του τελευταίου δικαίωσε τα θύματα και εξέδωσε καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Γερμανικού Δημοσίου, το οποίο κλήθηκε να καταβάλλει 9,5 δισεκατομμύρια δρχ. (27,8 εκατομμύρια ευρώ) στους ζημιωθέντες.Ακολούθως, το Γερμανικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, την οποία απέρριψε στο δεύτερο βαθμό το Εφετείο Αθηνών, και το Γερμανικό Δημόσιο ακολούθως προσέφυγε με αίτηση αναιρέσεως στον Άρειο Πάγο. Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αυτή παραπέμφθηκε από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία με την υπ’ αριθμό 11/2000 Απόφασή της απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως και επικύρωσε τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και του Εφετείου Αθηνών, με το εξής σκεπτικό:
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ετεροδικία των Κρατών που υπογράφτηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας στις 16.5.1972 (και την οποία η Γερμανία έχει υπογράψει και επικυρώσει) «ενέχει κωδικοποίηση προϊσχύοντος εθιμικού δικαίου της Ηπειρωτικής Ευρώπης […] Κατά το άρθρο 11 της Σύμβασης ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ετεροδικία τουστο δικαστήριο ενός άλλου συμβαλλόμενου κράτους σχετικά με την αστική του ευθύνη για την αποκατάσταση ζημίας (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) που προκλήθηκε από αδικοπραξίες σε βάρος προσώπου ή περιουσίας (από πρόθεση η’ αμέλεια σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, εμπρησμός κ.λπ.).
[Επίσης] Διαπιστώνεται γενική πρακτική των κρατών της διεθνούς κοινότητας που γίνεται δεκτή ως δίκαιο, δηλαδή η διαμόρφωση διεθνούς εθίμου που αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ, κατά το οποίο τα εγχώρια δικαστήρια, κατ’ εξαίρεση από την αρχή ετεροδικίας, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάζουν αγωγές αποζημίωσης (στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση) για αδικοπραξίες που τελέστηκαν σε βάρος προσώπων και της περιουσίας αυτών σε έδαφος του forum από όργανα αλλοδαπού κράτους που ήταν παρόντα στο ίδιο έδαφος κατά τον χρόνο τέλεσης των αδικοπραξιών τούτων, ακόμη και αν πρόκειται για πράξεις κυριαρχικής εξουσίας (acta jure imperii)».
Οι δικηγόροι του Γερμανικού Δημόσιου υποστήριξαν ότι η Σύμβαση ισχύει από το 1972 και εξής και δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά η Νομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών και το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου απέρριψαν τον ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι κατά τους ισχύοντες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, το κράτος του οποίου τα στρατεύματα διέπραξαν εγκλήματα στο έδαφος κατεχόμενης χώρας δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται την ετεροδικία. Πέραν αυτού, η Σύμβαση της Βασιλείας του 1972 δεν θέσπισε νέους κανόνες δικαίου, αλλά κωδικοποίησε και ενίσχυσε τους κανόνες που ίσχυαν ήδη πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τουςοποίους όπως αναφέραμε παραπάνω η Γερμανία είχε ήδηαναγνωρίσει και επικυρώσει. Παρά ταύτα, εξακολουθεί έως σήμερα να κωλυσιεργεί και να αρνείται να αποζημιώσει τα θύματά της, στάση που (οφείλει να) ωθεί τους ζημιωθέντες να επιμένουν ακόμα περισσότερο στο δίκαιο των απαιτήσεών τους, έως ότου επέλθει -άγνωστο πότε και υπό ποιους όρους– η πλήρης νομική, οικονομική και ηθική τους δικαίωση.
Τι αφορά η διακρατική συμφωνία Ελλάδος –Δ.Γερμανίας του 1960 και τι σχέση έχει με τις διεκδικήσεις ιδιωτών;
Απολύτως καμία. Σε αρκετές περιπτώσεις έχει γίνει λανθασμένα –και ίσως σκόπιμα- αναφορά στη διακρατική Συμφωνία της 18ης Μαρτίου 1960 μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία δεν αφορά τη δίκαια ικανοποίηση όλων των θυμάτων του ναζισμού και των κατοχικών αρχών, παρά μόνο των «Ελλήνων πολιτών […] οι οποίοι διώχθηκαν από τους Εθνικοσοσιαλιστές λόγω της φυλής ή της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους [κυρίως Εβραίοι και Αθίγγανοι] και των οποίων η ελευθερία ή η υγεία υπέστησαν βλάβη εξαιτίας αυτού του λόγου». Στη βάση της ανωτέρω συμφωνίας, η τότε Δυτική Γερμανία πλήρωσε 115 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα στην Ελληνική κυβέρνηση, τα οποία όμως δεν προορίζονταν για θύματα που ενέπιπταν σε διαφορετικές κατηγορίεςπέραν αυτών που προέβλεπε το Άρθρο 1 της Συμφωνίας (και μεταξύ αυτών, ούτε για θύματα που υπέστησαν υλικές ζημίες). Στην επιβεβαίωση τηςσημαντικής αυτής διαφοροποίησης συνηγορεί και τοΆρθρο 3 της ίδιας Συμφωνίας, όπου αναφέρεται ότι «Δια της εν άρθρω 1ω προβλεπομένης πληρωμής ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματα άτινα αποτελούν το αντικείμενο της Συμβάσεως αυτής και τα αναφερόμενα εις τας σχέσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς το Βασίλειον της Ελλάδος, μη θιγομένων ενδεχόμενων νόμιμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων».Κατά συνέπεια, στη συμφωνία αυτή γίνεται ρητή εξαίρεση των λοιπών αξιώσεων Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι διατηρούν ακέραιο το δικαίωμα να προσφύγουν κατά της Γερμανίας για οποιαδήποτε άλλη διαφορά δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του Άρθρου 1 της Συμφωνίας.
Πηγές